Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Το Λαούτο

Το λαούτο είναι ένα από τα αρχαιότερα όργανα. Ήταν γνωστό στην αρχαία Μεσοποταμία (Μέση Ανατολή) πριν από 4.500 χρόνια. Το δυτικό λαούτο έχει μικρότερη ιστορία και ήρθε στην Ευρώπη την περίοδο της μαυριτανικής κατοχής της Ισπανίας, που κράτησε από το 711 μέχρι το 1492 μ.Χ. Το λαούτο προέρχεται από το Αραβικό "ουντ" που σημαίνει ξύλο. Οι βιρτουόζοι λαουτίστες ήταν δημοφιλείς στις ευρωπαϊκές αυλές, όπου ο ευγενικός ήχος του οργάνου έπαιζε σόλο μελωδίες και συνόδευε τα ερωτικά τραγούδια των τροβαδούρων του 13ου και 14ου αιώνα.

Δύο αιώνες αργότερα Γερμανοί τεχνίτες εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και ίδρυσαν περίφημα κέντρα κατασκευής λαούτων στην Μπολόνια, τη Βενετία, την Πάδουα και την Ρώμη. Την εποχή εκείνη τα λαούτα κατασκευάζονταν σε επτά διαφορετικά μεγέθη, ώστε να ταιριάζουν σε διαφορετικές ανθρώπινες φωνές. Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του λαούτου της εποχής εκείνης ήταν γραμμένο για υψίφωνο, τενόρο, μπάσο και κοντραμπάσο λαούτο. Από αυτά το τενόρο ή μεσόφωνο λαούτο ήταν το πιο διαδεδομένο.

Το λαούτο παρέμεινε δημοφιλές για αρκετούς αιώνες, αλλά παρόλο που κατασκευαζόταν μέχρι και τον 18ο αιώνα, η εποχή του είχε λήξει. Τον 20 αιώνα όμως το ενδιαφέρον για το όργανο αναζωπυρώθηκε. Στην Αγγλία, ο Άρνολντ Ντόλμετς (1858 - 1950) κατασκεύασε, δίδαξε το λαούτο και έδωσε ρεσιτάλ. Σήμερα λαουτίστες όπως ο Άντονι Ρούλεϊ και ο Ρόμπερτ Σπένσερ έχουν κάνει αναρίθμητες ηχογραφήσεις μουσικής για λαούτο.

Πώς λειτουργεί το λαούτο

Τα λαούτα, όπως και τα άλλα έγχορδα όργανα, έχουν κλειδοθέσιο όπου βρίσκονται τα κλειδιά με τα οποία κουρντίζονται. Τα κλειδιά έχουν ένα στέλεχος όπου τυλίγεται η χορδή και ρυθμίζεται η τάνυσή της. Όταν η χορδή κουρντίζεται ψηλά, το κλειδί στρέφεται ανάποδα προς το μέρος του εκτελεστή.

Το κανονικό λαούτο διαθέτει δύο κλειδοθέσια. Το ένα, που είναι για τις ψηλότερες και μέσες χορδές, είναι κεκλιμένο προς τα πίσω εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αντοχή. Οι "δακτυλοθετημένες" αυτές χορδές τεντώνονται αρκετά, ώστε να έχουν ευδιάκριτο και υψίφωνο ήχο. Το άλλο κλειδοθέσιο, που είναι στη γραμμή προέκτασης της ταστιέρας, είναι για τις μπάσες ή ελεύθερες χορδές. Εδώ η ένταση είναι μικρότερη ώστε να παράγεται χαμηλότερος ήχος.

Για να παιχτούν οι ψηλότερες χορδές πιέζονται κι έπειτα απελευθερώνονται με μια πλάγια κίνηση. Οι μπάσες χορδές παίζονται με τον αντίχειρα και σε αντίθεση με τις ψηλότερες, δεν δακτυλοθετούνται αλλά δονούνται ελεύθερες.



Σχόλια