Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Γιόχαν Στράους ΙΙ - Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης, Έργο 325

Η αγάπη του Γιόχαν Στράους ΙΙ για τη βιεννέζικη ζωή είναι προφανής σε αυτό το βαλς που το έγραψε το 1868. Είχε μόλις επιστρέψει από τη θριαμβευτική επίσκεψή του στο Παρίσι και αυτό το βαλς είναι ένας ύμνος της ζωής στη γενέθλια πόλη του. Οι άνθρωποι της πόλης συνήθιζαν να εκδράμουν στις "heuringen" ή εξοχικές ταβέρνες, να πίνουν και να γεύονται τον καθαρό αέρα και η ατμόσφαιρα αυτών των εύθυμων εκδρομών εκφράζεται στη ζωηρή μελωδία στο έργο Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης.

Πρόκειται για ένα από τα πιο παραστατικά βαλς του Στράους και ένα από τα πιο δημοφιλή του. Τα θέματα που εκτίθενται με τέτοιον τρόπο ώστε να υποβάλλουν τους ήχους της Βιεννέζικης εξοχής και της διασκέδασης των χωρικών.

Μετά από μια μακριά εισαγωγή με μελαγχολική κυνηγετικά κόρνα, σφριγηλές μελωδίες συνυφαίνονται με κελαηδίσματα πουλιών, λαϊκούς χορούς και μια μικρή αξέχαστη μελωδία στο τσίτερ, το οποίο και παρουσιάζει έναν παλιό αυστριακό χορό που ονομάζεται "λέντλερ". Το τσίτερ ήταν το πιο συνηθισμένο μουσικό όργανο των χωρικών και των λαϊκών μουσικών την εποχή του Στράους. Ο Στράους λοιπόν, εδώ, επικαλείται έναν άμεσα αναγνωρίσιμο ήχο που ακουγόταν για αρκετές γενιές στις εξοχικές ταβέρνες έξω από την πόλη.  Μετά την αναγγελία του ρυθμού του βαλς, τα έγχορδα γλιστρούν γλυκά και απαλά στην κύρια μελωδία.

Σύντομα η μουσική αποκτά το βηματισμό της. Διάφορες μελωδίες εισάγονται και επαναλαμβάνονται. Συχνά κάποιο τμήμα της ορχήστρας αναλαμβάνει με έμφαση, δημιουργώντας έναν θαυμάσιο χρωματικό συνδυασμό.

Η coda επιστρέφει στο θέμα του βαλς, που για μια ακόμη φορά παίζεται από το τσίτερ και καθώς η μουσική καταδύεται στην τελική της κλίμακα, ένα τελευταίο ρολάρισμα των τυμπάνων καταλήγει σε μια φιοριτούρα.



Σχόλια