Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Κλάουντιο Μοντεβέρντι - η γέννηση της όπερας

Ο Μοντεβέρντι σε νεαρή ηλικία. Υπάρχει μόνο ένα ακόμα δικό του πορτρέτο, σε προχωρημένη ηλικία, όταν βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του.

Ο Κλάουντιο Τζοβάνι Μοντεβέρντι γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1567 στην Κρεμόνα, μια πόλη διάσημη για την κατασκευή βιολιών, χτισμένη στις όχθες του Πάδου της Βορείου Ιταλίας. Ο πατέρας του, Βαλτάσαρ, ήταν φαρμακοποιός κι αργότερα σπούδασε και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να κερδίσει πολλά χρήματα από αυτό. Όταν ο Μοντεβέρντι ήταν ακόμη παιδί, η μητέρα του πέθανε κι ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε για τρίτη φορά.

Σε εκείνη την ηλικία και μετά από την προτροπή του δασκάλου του, που ήταν μουσικός διευθυντής του καθεδρικού ναού της Κρεμόνα, ο Μοντεβέρντι εξέδωσε το πρώτο του έργο - μια συλλογή θρησκευτικής μουσικής για τρεις φωνές. Παρέμεινε στην Κρεμόνα, ο Μοντεβέρντι εξέδωσε το πρώτο του έργο - μια συλλογή θρησκευτικής μουσικής για τρεις φωνές. Παρέμεινε στην Κρεμόνα κάποια χρόνια ακόμα, συνθέτοντας και εκδίδοντας τα μαδριγάλια που θα τον έκαναν διάσημο.

Αυτή η τοιχογραφία του Μαντένια απεικονίζει την οικογένεια
Γκοντσάγκα, τους άρχοντες της Μάντουα και εργοδότες του
Μοντεβέρντι από το 1602 έως το 1612.

Το 1592, εγκαταστάθηκε στη Μάντουα της Βόρειας Ιταλίας, όπου κυβερνήτες ήταν οι ισχυροί Γκοντσάγκα. Ο Δούκας της Μάντουα Βιτσέντσο Γκοντσάγκα προσέλαβε τον Μοντεβέρντι ως μουσικό της αυλής, αρχικά ως ερμηνευτή εγχόρδων κι αργότερα ως τραγουδιστή. 

Ως υποστηρικτής των τεχνών, ο Γκοντσάγκα είχε στην αυλή του πολλούς μουσικούς, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν για μια περίοδο ο νεότερος αδελφός του Μοντεβέρντι, Τζούλιο. 

Πολλοί από αυτούς τους μουσικούς ενδιαφέρονταν για νέες μουσικές θεωρίες. Αυτοί οι άνθρωποι και τα πιστεύω τους επηρέασαν άμεσα τον Μοντεβέρντι.

Οικονομικά προβλήματα

Το 1599, ο Μοντεβέρντι παντρεύτηκε την Κλαούντια Κατάνεο, μια τραγουδίστρια της αυλής, με την οποία απόκτησε τρία παιδιά - το ένα δυστυχώς πέθανε σε βρεφική ηλικία. Λίγο μετά το γάμο τους, ο δούκας Γκοντσάγκα πήρε μαζί του τον Μοντεβέρντι σε μια επίσκεψή του στην Αμβέρσα και τις Βρυξέλλες. 

Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μοντεβέρντι υποχρεωνόταν να ακολουθήσει τον εργοδότη του στο εξωτερικό και παραπονιόταν ιδιαίτερα για τα έξοδα. Το ταξίδι, έλεγε, "ήταν εναντίον μου, γιατί η σινιόρα Κλαούντια, μένοντας στην Κρεμόνα, έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα του σπιτιού, που είχε υπηρέτρια και υπηρέτη, με τις 47 μόνο λίρες το μήνα που διέθετε η Υψηλότητά Του".

Ο Μοντεβέρντι παραλάμβανε την αμοιβή του συχνά καθυστερημένα, και κάποια φορά έγραψε για να παραπονεθεί πως και αυτός και η γυναίκα του περίμεναν μισθούς πέντε μηνών. Ο δούκας, βέβαια, είχε επιτρέψει στον Μοντεβέρντι να παντρευτεί, τον έχρισε πολίτη της Μάντουα και στο τέλος του έδωσε κάποια μικρή σύνταξη.

Παρά τις ανησυχίες και τα άγχη, η σταδιοδρομία του Μοντεβέρντι πήγαινε καλά. Το 1601, έγινε αρχιμουσικός του Παρεκκλησίου (μια προαγωγή που πίστευε από καιρό πως του άξιζε).

Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκε ως αρχηγός του πρωτοποριακού μουσικού κινήματος και δέχτηκε την επίθεση των πιο συντηρητικών μουσικών και θεωρητικών, αυτό όμως απλά απέδειξε την αυξανόμενη φήμη του. 

Τα μαδριγάλια του είχαν εμπορική επιτυχία και το 1607 έφτασε η επιτυχία του Ορφέα.

Αυτή η αυλαία σχεδιάστηκε το 1950 για μια παραγωγή της 
όπερας του Μοντεβέρντι Ορφέας από τον διάσημο Ιταλό
Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Οι όπερες του Μοντεβέρντι γνώρισαν
την αναβίωση τον 20ο αιώνα, μετά από απουσία τριακοσίων
και πλέον χρόνων.

Η επιτυχία του Ορφέα

Η φήμη του Μοντεβέρντι οφείλεται στο έργο του Ορφέας, που είναι γνωστό σήμερα ως μια από τις πρώτες όπερες. Η όπερα πρωτοεμφανίστηκε στη Φλωρεντία γύρω στο 1600 και ο Ορφέας ήταν η πρώτη που παρουσιάστηκε στη Μάντουα, το Φεβρουάριο του 1607. 

Η παρουσίαση της όπερας ήταν θριαμβευτική και καθιέρωσε τον Μοντεβέρντι ως μεγάλο μουσικό δραματουργό.

Δυστυχώς, η προσωπική του ζωή άρχισε να έχει προβλήματα. Η Κλαούντια ήταν άρρωστη και ζούσε στην Κρεμόνα κάτω από τη φροντίδα του πατέρα του Μοντεβέρντι. Το Σεπτέμβριο του 1607 πέθανε αφήνοντας το συνθέτη με δύο μικρούς γιους.

 Στα πρόθυρα κατάρρευσης, ο Μοντεβέρντι θέλησε να μείνει στην Κρεμόνα, όμως ήταν απόλυτα απαραίτητος στη Μάντουα για να συνθέσει μουσική για τις γαμήλιες τελετές του γιου του δούκα. Τα νέα έργα του συμπεριλάμβαναν τη δεύτερη όπερά του Αριάννα και ένα μπαλέτο με τίτλο Το Μπαλέτο των Αγενών Κυριών. Από την Αριάννα διασώθηκε μόνο ο Θρήνος της Αριάννας, που καθρεφτίζει την ακραία θλίψη του Μοντεβέρντι για το θάνατο της γυναίκας του. Το έργο συγκίνησε το ακροατήριο μέχρι δακρύων.

Το 1612, ο Βιτσέντσο Γκοντσάγκα πέθανε και ο γιος του Φραντσέσκο απέλυσε τον Μοντεβέρντι μαζί με μερικούς ακόμα αυλικούς. Ευτυχώς, ένα χρόνο μετά, έμεινε κενή η θέση του μουσικού διευθυντή στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Αναζητήθηκαν αντικαταστάτες, ο Μοντεβέρντι όμως ήταν προφανώς ο επικρατέστερος και μετά από κάποια ακρόαση ανέλαβε τα καθήκοντά του.

Ο Μοντεβέρντι στη Βενετία

Ο Μοντεβέρντι ήταν πια 45 χρονών. Μόλις εγκαταστάθηκε στη Βενετία, η ζωή του άρχισε να καλυτερεύει. Κατά την εικοσάχρονη διαμονή του στη Μάντουα, ένιωθε πως η προσφορά του δεν αναγνωριζόταν. Στη Βενετία, όμως, οι εργοδότες του έδειχναν ξεκάθαρα ότι τον εκτιμούσαν πληρώνοντας τον αδρά σε τακτά διαστήματα. Μετά από τρίχρονη παροχή υπηρεσιών, οι Βενετοί του πρόσφεραν ένα συμβόλαιο για άλλα δέκα χρόνια, δηλώνοντας γραπτά ότι έλπιζαν πως θα παρέμενε στην πόλη τους εφόρου ζωής.
Χορευτές, μουσικοί και ηθοποιοί σε ένα καρναβάλι της 
Βενετίας στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν ο Μοντεβέρντι
ζούσε και συνέθετε στην πόλη.


Καθώς ήταν μία από τις πλουσιότερες πόλεις του κόσμου, η Βενετία οργάνωνε τουλάχιστον 40 θρησκευτικά φεστιβάλ το χρόνο, για τα οποία ο Μοντεβέρντι είχε την ευθύνη της μουσικής. Το μουσικό ίδρυμα του Αγίου Μάρκου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Ιταλίας. Περιλάμβανε περίπου 30 τραγουδιστές εκτός από τους castrati, μια σχολική χορωδία αγοριών και μουσικούς.

Έτσι ο Μοντεβέρντι βρήκε μια δουλειά που του ταίριαζε τόσο ως προς το ρόλο του διευθυντή όσο και ως προς αυτόν του συνθέτη. Όλα πήγαιναν καλά, αν εξαιρέσουμε μια επιδημία πανούκλας που ξέσπασε το 1630. Ευτυχώς, κι αυτός και οι γιοι του διέφυγαν τον κίνδυνο χωρίς να προσβληθούν. Το 1632, σε ηλικία 65 χρόνων, φόρεσε το ιερατικό ένδυμα.

Όλα έδειχναν πως είχε αφήσει την όπερα πίσω του, στη Μάντουα. Όταν, όμως, έγινε σχεδόν 70 χρόνων, έφτασαν από τη Ρώμη δύο συνθέτες όπερας για να ζήσουν στη Βενετία. 

Λίγο μετά ιδρύθηκε στη Βενετία η πρώτη Λυρική Σκηνή, το Σαν Κασιάνο, και ο Μοντεβέρντι ενθαρρύνθηκε να συνθέσει και πάλι. Η παλαιότερη επιτυχία του Αριάννα ανέβηκε ξανά, ενώ συνέθεσε τέσσερις νέες όπερες. Δύο από αυτές διασώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του αριστουργήματος και πλέον διάσημου έργου του, Η Στέψη της Ποππαίας, που έγραψε όταν ήταν 75 χρονών.

Από καιρό σε καιρό οι Βενετοί παραπονούνταν στον Μοντεβέρντι όταν εκδήλωνε την επιθυμία να επιμηκύνει την απουσία του από την πόλη τους. Το 1643, όμως, του παραχώρησαν άδεια μακράς διαρκείας για να ταξιδέψει. Ο συνθέτης πέρασε έξι μήνες επισκεπτόμενος τη Μάντουα και τη γενέτειρά του, την Κρεμόνα. Λίγο μετά την επιστροφή του, αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου του 1643.



Σχόλια