Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Τσαϊκόφσκι - Φιλία με αλληλογραφία


Η Μαντάμ φον Μεκ υπήρξε μεγάλη προστάτιδα των τεχνών. Η ιδιόμορφη σχέση της με τον Τσαϊκόφσκι που περιορίστηκε αποκλειστικά στην αλληλογραφία, υπήρξε για τον συνθέτη μεγάλη πηγή έμπνευσης.

Το Δεκέμβριο του 1876, ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι έλαβε μια επιστολή από τη Μαντάμ Ναντέζντα φον Μεκ, μια θαυμάστριά του την οποία δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Με την επιστολή αυτή άρχισε η σημαντικότερη σχέση στη ζωή του συνθέτη, αλλά και μια από τις πιο παράξενες στην ιστορία της μουσικής.

Ο τριανταεξάχρονος Τσαϊκόφσκι πλησίαζε στο αποκορύφωμα της δημιουργίας του. Είχε μόλις συνθέσει το πρώτο διάσημο μπαλέτο του, τη Λίμνη των Κύκνων και τη Συμφωνία αρ.3, ενώ είχε αρχίσει να συνθέτει την Συμφωνία αρ.4

Παρόλο που εργαζόταν ως καθηγητής στο Ωδείο της Μόσχας, η γενναιοδωρία του τον είχε φέρει σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Εξάλλου ο συνθέτης βρισκόταν σε βαθιά συναισθηματική σύγχυση προσπαθώντας να συμβιβαστεί με την ομοφυλοφιλία του, μια κατάσταση που η ρωσική κοινωνία της εποχής του όχι μόνο δεν αναγνώριζε, αλλά απέρριπτε.

Μαντάμ Ναντέζντα φον Μεκ
Η τύχη το θέλησε να βρεθεί στο δρόμο του η Μαντάμ φον Μεκ, μια πολύ πλούσια και καλλιεργημένη γυναίκα, πρόθυμη να στηρίξει τον Τσαϊκόφσκι στην πιο δημιουργική του περίοδο. Ο πλούτος της προερχόταν από τον άντρα της, ο οποίος δημιούργησε την τεράστια περιουσία του από την κατασκευή του μεγαλύτερου μέρους του ρωσικού σιδηροδρομικού δικτύου.

Πέθανε το καλοκαίρι του 1876, υποτίθεται από το σοκ της ανακάλυψης ότι πατέρας της νεαρότερης κόρης του ήταν κάποιος υπάλληλός του. 

Μετά το θάνατο του άντρα της, η Ναντέζντα φον Μεκ, σε ηλικία 45 περίπου χρονών, διοχέτευσε την ενεργητικότητά της στην ανατροφή των 12 παιδιών της και στη μουσική.

 Άρχισε να επιχορηγεί νέους μουσικούς, μεταξύ των οποίων και τον βιολιστή Γιόζεφ Κότεκ. Ο Κότεκ, πρώην μαθητής του Τσαϊκόφσκι, θαύμαζε εξίσου με τη Μαντάμ φον Μεκ το έργο του συνθέτη.

Το ξεκίνημα της αλληλογραφίας

Το Δεκέμβριο του 1876, προφανώς με την υπόδειξη του Κότεκ, η Μαντάμ φον Μεκ παρήγγειλε στον Τσαϊκόφσκι μια διασκευή για βιολί και πιάνο έναντι αδράς αμοιβής. Ο συνθέτης και η χήρα άρχισαν να αλληλογραφούν, ακολούθησε ακόμη μια καλοπληρωμένη παραγγελία και σύντομα η αλληλογραφία τους έγινε θερμότερη, σχεδόν προσωπική.

Τα επόμενα δεκατέσσερα χρόνια αντάλλαξαν χίλια περίπου γράμματα, χωρίς ποτέ να συναντηθούν. Δύο φορές που βρέθηκαν συμπτωματικά στον ίδιο χώρο, βιάστηκαν να απομακρυνθούν σε αντίθετες κατευθύνσεις χωρίς να ανταλλάξουν μία λέξη.

Ο περιορισμός της φιλίας τους στην αλληλογραφία είναι σχεδόν βέβαιο ότι οφειλόταν στην
Το σπίτι του Τσαϊκόφσκι στο Ταγκανρόγκ
της Ρωσίας.
 ομοφυλοφιλία του Τσαϊκόφσκι. Το πάθος που συχνά ανέβλυζε στα γράμματά τους, δε θα μπορούσε να υπάρξει στην πραγματικότητα. Αλλά και η Ναντέζντα φον Μεκ είχε ενδεχομένως του δικούς της λόγους να διατηρήσει τις αποστάσεις, μάλλον εξαιτίας του φόβου της ότι η προσωπική επαφή με το συνθέτη θα μπορούσε να διαψεύσει τις υψηλές προσδοκίες της. Είναι άλλωστε πιθανόν ότι υποψιαζόταν την ομοφυλοφιλία του Τσαϊκόφσκι.

Ένας καταστροφικός γάμος

Το Μάιο του 1877, ο Τσαϊκόφσκι έλαβε μια παθιασμένη ερωτική επιστολή από μια μαθήτριά του στο Ωδείο της Μόσχας, την Αντονίνα Ιβάνοβνα Μιλιούκοβα. Δε θυμόταν να έχει συναντήσει την Αντονίνα, αλλά όταν επιχείρησε να την αγνοήσει, εκείνη απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει κι έτσι συμφώνησε να συναντηθούν.

Οι έρευνες των φίλων του αποκάλυψαν ότι η Αντονίνα ήταν μια νέα 28 ετών, ευυπόληπτη αν και όχι υψηλής ευφυίας. Δεν αποκαλύφθηκε εν τούτοις ότι η Αντονίνα ήταν μια νευρωτική, ορμώμενη από την πεποίθηση ότι κανένας άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα θέλγητρά της. 
O Τσαϊκόφσκι με τη σύζυγό του
Αντονίνα Ιβάνοβνα Μιλιούκοβα.


Για τον υπερευαίσθητο Τσαϊκόφσκι δεν μπορούσε να υπάρξει χειρότερη επιλογή, αλλά τον Ιούνιο βρέθηκε αρραβωνιασμένος και στις 18 Ιουλίου του 1877, το ζεύγος παντρεύτηκε στη Μόσχα.

Ίσως ο Τσαϊκόφσκι παρασύρθηκε σε αυτήν τη βιαστική πλάνη από τη ρομαντική ατμόσφαιρα της όπερας Ευγένιος Ονιέγκιν, την οποία συνέθετε εκείνη την εποχή. Στην όπερα αυτή η ηρωίδα Τατιάνα απωθείται ερωτικά από τον αγαπημένο της με τραγικές συνέπειες. Είναι άλλωστε πιθανό ότι ο συνθέτης άδραξε την ευκαιρία για να αντικρούσει τους ψιθύρους σχετικά με την ομοφυλοφιλία του.

Όποια κι αν ήταν τα κίνητρά του, ο γάμος αυτός αποδείχθηκε αμέσως αφόρητος. Έπειτα από μία καταστροφική περίοδο μέλιτος, όπου ο Τσαϊκόφσκι κοιμόταν σε μια πολυθρόνα για να αποφύγει τις θωπείες της Αντονίνα, κατέφυγε στο σπίτι της αδερφής του στην Καμένκα, με τη βοήθεια ενός δανείου από τη Μαντάμ φον Μεκ, στην οποία είχε γράψει: "Συνειδητοποίησα ότι (η Αντονίνα) μου προξενεί αποστροφή με όλη τη σημασία της λέξης".

Ευχή αυτοκτονίας

Αμέσως μετά την επιστροφή στη Μόσχα με τη σύζυγό του τον Σεπτέμβριο, έκανε μια απελπισμένη απόπειρα αυτοκτονίας, διασχίζοντας τον παγωμένο ποταμό Μόσκοβα, με την ελπίδα ότι θα πάθει πνευμονία. Η απόπειρα απέτυχε, αλλά ήταν πια προφανές ότι ο γάμος αυτός έπρεπε να τελειώσει. Η δυστυχής Αντονίνα πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από τον αδελφό του συνθέτη Ανατόλι, για να καταλήξει αργότερα στο άσυλο.


Άποψη της Μόσχας. Σε αυτήν την πόλη ο
Τσαϊκόφσκι όχι μόνο παντρεύτηκε, αλλά και
αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στον 
ποταμό Μόσκοβα.
Ο Τσαϊκόφσκι ήταν πια ελεύθερος να αφοσιωθεί στη σχέση του με τη Μαντάμ φον Μεκ. Οι ευχές της στο γάμο του ήταν τυπικές, αλλά όταν χώρισε με την Αντονίνα χάρηκε δικαιολογημένα, εφόσον μια αληθινή σύζυγος θα μπορούσε να τους είχε απομακρύνει. 

Η διάλυση του γάμου κατοχύρωσε τη σχέση του συνθέτη με την προστάτιδά του. Τον Οκτώβριο του 1877, του προσέφερε ένα σταθερό ετήσιο επίδομα 6000 ρουβλίων (ποσό διπλάσιο του μισθού του από το Ωδείο της Μόσχας).

Αυτό το γενναιόδωρο επίδομα έδωσε στον Τσαϊκόφσκι τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ευρώπη. 

Τελικά εγκαταστάθηκε στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, όπου τον Ιανουάριο του 1878, απελευθερωμένος από το μαρτύριο του γάμου του και με την υποστήριξη της Μαντάμ φον Μεκ, ολοκλήρωσε την 4η Συμφωνία του, την οποία αφιέρωσε στην προστάτιδά του με τη φράση "Στην καλύτερή μου φίλη".


Βαθιά φιλία

Στα χρόνια που ακολούθησαν η φιλία τους βάθυνε, παρά το γεγονός ότι δε συναντήθηκαν ποτέ. Η Μαντάμ φον Μεκ του εκμυστηρευόταν τις σκέψεις και τα αισθήματά της, τον ρωτούσε για τον τρόπο που συνθέτει, ζητούσε να μάθει τις απόψεις του για άλλους μουσικούς αλλά και για τη θρησκεία. Του έγραφε ότι είχε αναπτύξει "τη δική της βιωματική φιλοσοφία". Ο Τσαϊκόφσκι ασκούσε κριτική στις απόψεις της, λέγοντάς της ότι θεωρούσε τη Ρωσική Εκκλησία "μια από τις υψηλότερες καλλιτεχνικές δημιουργίες.... είναι αδύνατον να μην συγκινείται κανείς πνευματικά από την Ορθόδοξη λειτουργία μας".

Σε κάποια άλλη περίπτωση την κατέκρινε αυστηρά όταν εκείνη του έγραψε με ενθουσιασμό για τη "μέθη" που της προξενούσε η μουσική, λέγοντας: "Απεχθάνομαι τη σύγκριση της μουσικής με τη μέθη. Πίνει κανείς για να ξεγελάσει τον εαυτό του, αλλά η μουσική είναι μια αποκάλυψη".
Η Ναντέζντα φον Μεκ (προς τα αριστερά, κρατώντας
το μωρό της στην αγκαλιά) με τα υπόλοιπα μέλη
της οικογένειάς της.
Το 1884 αυτή η ασυνήθιστη φιλία δυνάμωσε ακόμη περισσότερο όταν ο γιος της Ναντέζντα, Νικολάι παντρεύτηκε την ανιψιά του Τσαϊκόφσκι, Άννα.

Το τέλος μιας φιλίας

Η φιλία τους τελείωσε το ίδιο παράδοξα όπως είχε αρχίσει. Τον Οκτώβριο του 1890, ο Τσαϊκόφσκι έλαβε μια επιστολή από τη Μαντάμ φον Μεκ που τον πληροφορούσε για τη διακοπή της φιλίας τους. Του έγραφε ότι επρόκειτο να χρεοκοπήσει και δεν μπορούσε πια να τον υποστηρίξει. Ανήσυχος ο Τσαϊκόφσκι της απάντησε διαμαρτυρόμενος ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να επηρεάσει τη φιλία της, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση χρεοκοπίας.

Η επικοινωνία των αφοσιωμένων αλληλογράφων δεν συνεχίστηκε. Ο Τσαϊκόφσκι δεν θέλησε να διακινδυνεύσει μια σύγκρουση. Το απότομο τέλος αυτής της σχέσης εξακολουθεί να προβληματίζει.

Η Μαντάμ φον Μεκ είχε κάποια οικονομικά προβλήματα εκείνη την εποχή, εν μέρει εξαιτίας του σπάταλου γιου της, αλλά η χρεοκοπία ήταν πολύ μακριά. Άλλωστε η προχωρημένη αρθρίτιδα δεν της επέτρεπε πια να γράφει. Είναι πιθανό ότι ήταν σιωπηρά απογοητευμένη από την αδυναμία αυτής της σχέσης να προχωρήσει περισσότερο. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο Τσαϊκόφσκι αισθάνθηκε ότι τον αντιμετώπισε σαν υπάλληλο και δεν τη συγχώρεσε ποτέ, μολονότι μπορούσε πια να συντηρηθεί οικονομικά χωρίς τη βοήθειά της. Στερημένος από μια ζωτική συναισθηματική διέξοδο άρχισε να βυθίζεται σε βαθιά θλίψη. Ήταν ένα πικρό αλλά ταιριαστά παράξενο τέλος μιας ανεπανάληπτης σχέσης.


Σχόλια