Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Μωρίς Ραβέλ - "ο Ελβετός ρολογάς"


Ο Μωρίς Ραβέλ γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1875, στο μικρό ψαράδικο χωριό Σιμπούρ στην περιοχή των Βάσκων, κοντά στα γαλλοισπανικά σύνορα. Ο πατέρας του, Πιερ-Ζοζέφ, ήταν Γάλλος ελβετικής καταγωγής. Ο Πιερ-Ζοζέφ, διακεκριμένος μηχανικός, γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μέλλουσα σύζυγό του, μια νέα και όμορφη Βάσκα, τη Μαρί Ντελουάρτε, την εποχή που εργαζόταν στους Ισπανικούς σιδηροδρόμους. Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του Μωρίς, η οικογένεια μετακόμισε από το Σιμπούρ στο Παρίσι.

Οι γονείς του Μωρίς Ραβέλ, Πιερ-Ζοζέφ και Μαρί.
Ο Μωρίς είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Οι γονείς ενθάρρυναν τα δύο παιδιά τους - ο Εντουάρ γεννήθηκε το 1878 - να ακολουθήσουν την κλίση τους. Η κλίση του Μωρίς ήταν η μουσική. Άρχισε μουσικά μαθήματα από επτά χρονών. Αντίθετα από τους γονείς άλλων συνθετών, ο Πιερ-Ζοζέφ είδε θετικά την προοπτική μιας μουσικής σταδιοδρομίας και έστειλε τον Μωρίς στο Ωδείο του Παρισιού, το 1889.

Την ίδια χρονιά η Έκθεση του Παρισιού συγκέντρωσε καλλιτέχνες, επιστήμονες και μηχανικούς από πενήντα χώρες. Ο δεκατετράχρονος Μωρίς υπνωτίστηκε από τη χρυσή εποχή των επιτευγμάτων του ανθρώπου και γνώρισε ένα πλήθος πολιτισμικών παραδόσεων, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά το μελλοντικό έργο του.


Βαθιές φιλίες

Ο Ραβέλ 12 ετών, δύο χρόνια πριν
γραφτεί στο Ωδείο του Παρισιού.
Εκεί ο Μωρίς απέκτησε ένα φίλο, ένα αγόρι από την Ισπανία, το Ρικάρντο Βινιές, που έγινε αργότερα σπουδαίος πιανίστας και υπήρξε ένας από τους πρώτους ερμηνευτές των έργων του Ραβέλ. Τα δύο αγόρια περνούσαν πολλές ευχάριστες ώρες παίζοντας ντουέτα, ενώ οι μητέρες τους κουβέντιαζαν στα ισπανικά.

Το 1893 ο δεκαοκτάχρονος Μωρίς βρισκόταν κάτω από την επιρροή του συνθέτη Ερίκ Σατί, που ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός του. Ήταν πολύ διαφορετικοί αλλά τα πήγαιναν καλά και μάλιστα έπαιζαν συχνά πιάνο στα ίδια μέρη. Η ατημέλητη, μποέμικη φιγούρα του Σατί βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τον κομψό Ραβέλ.

Μόλις 1,53μ. ψηλός, με ένα κεφάλι που έμοιαζε τεράστιο για τους ώμους του, ο Ραβέλ προσπαθούσε να αναπληρώσει τη μειονεκτική εμφάνισή του με την κομψότητα του ντυσίματός του και τη γενειάδα του, που την κούρευε σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδα. 

Στις συντροφιές ήταν καλοδιάθετος αλλά απόμακρος - ακόμη και οι καλύτεροι φίλοι του σπάνια καταλάβαιναν τί σκέφτεται.

Το "Σκάνδαλο Ραβέλ"

Οι πειραματισμοί του Ραβέλ με τις νεωτερικές μορφές δε βρήκαν σύμφωνους τους συντηρητικούς του Ωδείου. Όπως οι περισσότεροι εμπνευσμένοι συνθέτες, ο Ραβέλ διεκδίκησε το περίφημο Μεγάλο Βραβείο της Ρώμης. Διαγωνίστηκε και απέτυχε τέσσερις φορές.

Την τέταρτη φορά, το 1905, ο Ραβέλ ήταν ένας ήδη καταξιωμένος συνθέτης και η απόρριψή του δημιούργησε ένα τεράστιο σκάνδαλο, που εξαπέλυσε ένα κύμα αποδοκιμασίας για τους διευθυντές του Ωδείου. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί ο διευθυντής του, Τεοντόρ Ντιμπουά. Τη θέση του κατέλαβε ο Γκαμπριέλ Φορέ, καθηγητής μέχρι τότε στο Ωδείο και ένθερμος υποστηρικτής του Ραβέλ. Ο Ραβέλ εγκατέλειψε οριστικά το Ωδείο.

Η υπόθεση αυτή σηματοδότησε βαθιές αλλαγές στη γαλλική μουσική. Όπως ο Ντεμπισί, ο Ραβέλ είχε πρωτοποριακές ιδέες, μολονότι τον γοήτευε το παρελθόν και συχνά συνέθετε σε παλιό ύφος.

Προσκολλημένος στην ευτυχία της παιδικής του ηλικίας, ανέπτυξε ένα πάθος για τα μηχανικά παιχνίδια και τα ρολόγια, που το χρησιμοποίησε σε δύο όπερές του, L' Heure espagnole (Η Ισπανική 'Ωρα) και L' Enfant et les sortileges (Το Παιδί και τα Μάγια).

Ισπανικός έρωτας

Η αγάπη του Ραβέλ για την Ισπανία έφερε στην επιφάνεια το αληθινό μεγαλείο της μουσικής του. την αδυναμία του να εκφράσει δυνατά αισθήματα στην καθημερινή του ζωή, την απέδιδε χαριτολογώντας στη βάσκικη καταγωγή του.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Ραβέλ ασκούσε μεγάλη επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας. Είχε ήδη εκδώσει πολλά έργα όταν συνάντησε τον ιμπρεσάριο των Ρωσικών Μπαλέτων Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ο οποίος είχε έρθει στο Παρίσι για μια σειρά παραστάσεων. 

Ο Ντιαγκίλεφ παρήγγειλε στο Ραβέλ το μπαλέτο 
Σκηνικό του Λεόν Μπακστ για το μπαλέτο
Δάφνις και Χλόη.
Δάφνις και Χλόη
, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1912.

Ο Ραβέλ δεν έβρισκε κανένα λόγο να διαταράξει την οικογενειακή ευτυχία του και εξακολουθούσε να ζει στο πατρικό του σπίτι με τον Εντουάρ. Ακόμη κι όταν πέθανε ο πατέρας του το 1908, συνέχισε να μένει με τη μητέρα του. 

Η έντονη δραστηριότητά του, δεν του άφηνε χρόνο για έρωτες και φαίνεται ότι ποτέ δε δημιούργησε κάποια σοβαρή σχέση.



Η ερήμωση του θανάτου

Η ειδυλλιακή ζωή άλλαξε απότομα το 1914, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Ο Ραβέλ κατατάχτηκε αλλά τον απήλλαξαν γιατί ήταν δύο κιλά ελαφρύτερος από το αποδεκτό όριο. Το 1915 στρατεύτηκε ως οδηγός και υπηρέτησε στα πεδία μάχης του Βερντέν. Η εμπειρία του πολέμου κλόνισε την αυτάρκειά του αν και λιγότερο από το θάνατο της μητέρας του, το 1917.

Επειδή ο Ραβέλ πίστευε στην έμπνευση κι όχι στην σκληρή δουλειά, η δημιουργικότητά του αδυνάτιζε στις περιόδους της κρίσης. Για τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, δεν έγραψε ούτε μία νότα. Οι αναμνήσεις που στοίχειωναν το πατρικό του σπίτι, έκαναν την παραμονή του αφόρητη και μετακόμισε στην περιοχή Μονφόρ λ΄Αμορί, 50 χλμ. από το Παρίσι. Τα κυριακάτικα γεύματα εκεί, που συγκέντρωναν καλλιτέχνες και μουσικούς, έμειναν στην ιστορία.

Το 1922 ο Ραβέλ ξεκίνησε μια περιοδεία συναυλιών στο Λονδίνο. Το ακροατήριο συγκινήθηκε πολύ αλλά ο μουσικοκριτικός των Τάιμς
To δωμάτιο μουσικής στο σπίτι του Ραβέλ στο
Μονφόρ λ' Αμορί, όπου διοργάνωνε τα θρυλικά
κυριακάτικα γεύματα με τους φίλους του.

 τον αντιμετώπισε χλιαρά. 

Συνέχισε να δίνει συναυλίες σε ολόκληρη την Ευρώπη και το 1928, ξεκίνησε μια τετράμηνη περιοδεία στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τον υποδέχτηκαν ως τον μεγαλύτερο Γάλλο συνθέτη της εποχής του.

Η διάσημη χορεύτρια Ίντα Ρουμπινστάϊν του ζήτησε να ενορχηστρώσει ένα μπαλέτο σε ισπανικό ύφος, αλλά εκείνος προτίμησε να συνθέσει ένα πρωτότυπο έργο. Αυτό ήταν το Μπολερό, που παρουσιάστηκε το 1928 και έγινε το πιο γνωστό και δημοφιλές έργο του.

Ένα σκληρό ατύχημα

Το 1932 ο Ραβέλ είχε ένα τραγικό ατύχημα στους δρόμους του Παρισιού που διέκοψε τη δημιουργική σταδιοδρομία του. Παραπονιόταν συχνά για πονοκεφάλους αλλά τους αγνοούσε. Το ατύχημα επιδείνωσε τα συμπτώματα.

Ο Ραβέλ αδυνατούσε να συντονίσει τις κινήσεις του ή να γράψει και μιλούσε με δυσκολία. Του ήταν αδύνατο να συνθέσει. Οι φίλοι του τον συνόδευαν συχνά σε κοντσέρτα, για να ξεχνά την αναπηρία του. Το μυαλό του Ραβέλ ήταν άθικτο και γι΄αυτό η ανικανότητά του να εκφράσει τη μουσική που είχε μέσα του, ήταν αφόρητη.

Πέντε ολόκληρα χρόνια υπέφερε, μέχρι τη στιγμή που ένας διάσημος νευροχειρουργός προσφέρθηκε να τον εγχειρίσει, για την πιθανότητα εγκεφαλικού όγκου. Η εγχείρηση έγινε στις 17 Δεκεμβρίου του 1937, αλλά δε βρέθηκε κανένας όγκος. Ενώ είχε αρχίσει να αναλαμβάνει, έπεσε σε κώμα και λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου, πέθανε στο νοσοκομείο σε ηλικία 62 χρονών. Έμεινε αξέχαστος για τη συναρπαστική και φλογερή μουσική του.



Σχόλια