Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Χάιντν - μια αυτοδημιούργητη μεγαλοφυΐα

Παρόλη την απονιά και τη φτώχεια που σημάδεψαν τα παιδικά του χρόνια, ο Χάιντν αγωνίστηκε και έγινε ο μεγαλύτερος και παραγωγικότερος συνθέτης της γενιάς του.


Ο Φραντς Γιόζεφ Χάιντν ή "Μικρός Γιόζεφ", όπως ήταν γνωστός, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1732 στο μικρό Αυστριακό χωριό Ρόραου, κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία. 

Το μέλλον του μικρού Γιόζεφ εμφανιζόταν αβέβαιο. Ο πατέρας του, ένας φτωχός αμαξοποιός χωρίς οικονομική δυνατότητα να μορφώσει το γιο του, έβλεπε με θλίψη το προφανές μουσικό ταλέντο του να πηγαίνει χαμένο.

Ευτυχώς, ένας συγγενής τους, διευθυντής της χορωδίας στο κοντινό Χάινμπουργκ, προσφέρθηκε να αναλάβει τον μικρό Γιόζεφ και το 1738 το εξάχρονο αγόρι εγκατέλειψε οριστικά την οικογένειά του. Διδάχτηκε τις αρχές της μουσικής και έμαθε να τραγουδά στη χορωδία. 

Αυτή την καλοτυχία βέβαια, την πλήρωσε με τη δυστυχία των παιδικών του χρόνων που τα σημάδεψε "περισσότερο ξυλοκόπημα παρά φαγητό", όπως θυμόταν ο ίδιος αργότερα.

Μια ευτυχής απόδραση

Η δυστυχία του Χάιντν πήρε τέλος όταν τον πρόσεξε ο μουσικός διευθυντής του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Στεφάνου, κατά την επίσκεψή του στο Χάινμπουργκ, το 1740.

Οι γονείς του δέχτηκαν με μεγάλη ανακούφιση την πρότασή του να αναλάβει το παιδί, εφόσον αυτό θα εξασφάλιζε ένα σίγουρο μέλλον στον προικισμένο γιο τους. Πράγματι το αγόρι ήταν εξασφαλισμένο για τα επόμενα δέκα χρόνια, όσο δηλαδή διατηρούσε τη θαυμάσια παιδική σοπράνο φωνή του.

Όψη του σπιτιού του Χάιντν όπου γεννήθηκε σε μια
φτωχή οικογένεια, στο απόμερο χωριό Ρόραου, στα
Αυστροουγγρικά σύνορα.
Όταν όμως στα δεκαεπτά χρόνια του, ανδρώθηκε η φωνή του, ο μουσικός διευθυντής με τη δικαιολογία ότι τον τιμωρεί για κάποια φάρσα, τον απέβαλε από τη σχολή της χορωδίας.

Ο Χάιντν βρέθηκε στο δρόμο με τρία κουρελιασμένα πουκάμισα, ένα παλιό παλτό κι ένα μέλλον αβέβαιο. Παρακάλεσε για μια γωνιά στη σκοτεινή σοφίτα ενός εξίσου φτωχού μουσικού και ψευτοζούσε παραδίδοντας κακοπληρωμένα μαθήματα και παίζοντας εκκλησιαστικό όργανο στις Κυριακάτικες λειτουργίες.

Μαθητεία στη σύνθεση

Παρόλο που ο Χάιντν ήθελε να συνθέσει, δεν είχε διδαχθεί μουσική θεωρία στα δύσκολα χρόνια της μαθητείας του στη σχολή της χορωδίας, κι έτσι άρχισε να μελετά μόνος του. Δεν είχε καμιά καθοδήγηση μέχρι τη στιγμή που γνωρίστηκε με τον Ιταλό συνθέτη Νικόλα Ποπόλα, ο οποίος προσφέρθηκε να διορθώνει τις συνθετικές του απόπειρες.

Μετά από σκληρή δουλειά, ο Χάιντν κατόρθωσε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες γνωριμίες κι άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε διάφορες αριστοκρατικές οικογένειες για τις οποίες έγραψε τα πρώτα από τα 83 κουαρτέτα του για έγχορδα.

Αρχή σταδιοδρομίας

Αρχικά ο Χάιντν διορίστηκε μουσικός διευθυντής του Βοημού Κόμη Φερδινάνδου φον Μόρτσιν, για την 16αμελή ορχήστρα του οποίου συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία το 1759, σε ηλικία 26 χρονών. Έπειτα τράβηξε την προσοχή των Εστερχάζι, των πιο πλούσιων μουσικόφιλων αριστοκρατών της Αυστρίας. 

Όψη του σπιτιού του Χάιντν στο
 Άιζενστατ.
Ο αρχηγός της οικογένειας, Πρίγκιπας Πάουλ, προσέλαβε τον νεαρό Χάιντν ως βοηθό του φιλάσθενου μουσικού διευθυντή του, την 1η Μαΐου του 1761, στην έπαυλη της οικογένειας στο Άιζενστατ, 30 μίλια έξω από τη Βιέννη.

Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν τη διεύθυνση της ορχήστρας, τη διδασκαλία της χορωδίας, τη σύνθεση μουσικής όταν χρειαζόταν, καθώς και τη συντήρηση των οργάνων και της μουσικής βιβλιοθήκης. 

Ο ενθουσιασμός και η ενεργητικότητα με την οποία ο Χάιντν αντιμετώπισε αυτό το τεράστιο έργο, του χάρισαν το 1766, τη θέση του μουσικού διευθυντή, την οποία διατήρησε για τα επόμενα 30 χρόνια.

Καταστροφικός γάμος

Δυστυχώς, η επιτυχημένη μουσική σταδιοδρομία δεν ολοκληρώθηκε με την προσωπική ευτυχία. Το 1756 ο Χάιντν ερωτεύτηκε την Τερέζα Κέλερ αλλά εκείνη προτίμησε να γίνει καλόγρια. Ο πατέρας της τον έπεισε να παντρευτεί τη μεγαλύτερη αδερφή της, Άννα Μαρία. Ο άτυχος γάμος έγινε το 1760, όταν ο συνθέτης ήταν 28 χρονών κι εκείνη 31. 

Ο Πρίγκιπας Νικολάους ο οποίος έγινε 
προστάτης του Χάιντν, όταν ανέλαβε
την ηγεσία της οικογένειας Εστερχάζι
το 1762.
Η Άννα Μαρία ήταν άσχημη, κακότροπη και θρησκόληπτη. Περνούσε τις μέρες της ψυχαγωγώντας τους κληρικούς σε βάρος των οικογενειακών της υποχρεώσεων. Κι επιπλέον, η εκτίμησή της για τη μουσική ήταν τέτοια, ώστε χρησιμοποιούσε τα χειρόγραφα του Χάιντν για να κατσαρώνει τα μαλλιά της και να επενδύει με αυτά τις φόρμες των γλυκών.

Μολονότι ο Χάιντν δεν ήταν όμορφος - είχε γαμψή μύτη και βλογιοκομμένο πρόσωπο - διέθετε μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και δεν ήταν απωθητικός στις γυναίκες. Έβρισκε παρηγοριά σε διάφορες γυναίκες και αφοσιωνόταν στη δουλειά του, παράγοντας μερικές φορές μέχρι και πέντε συμφωνίες σε ένα χρόνο. 

Ήταν ένας μεθοδικός εργάτης και η τεράστια μουσική παραγωγή του υπερκαλύπτει ακόμη κι εκείνη του Μότσαρτ, τον οποίο γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Βιέννη το 1782.

Το αλλοτινό παιδί θαύμα ήταν τότε ένας εικοσάχρονος νέος, 24 χρόνια νεότερος από το Χάιντν. Αλλά ο θαυμασμός, προσωπικός και μουσικός, ήταν αμοιβαίος και τους ένωσε με μια φιλία που κράτησε μέχρι το θάνατο του Μότσαρτ, το 1791.

Πρόσκληση στην Αγγλία

Η φήμη του Χάιντν άρχισε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τον προσκάλεσαν να επισκεφθεί την αυλή του Βασιλιά της Νάπολης, ενώ ταυτόχρονα τον κάλεσαν στην Αγγλία να συνθέσει και να διευθύνει έξι συμφωνίες και 20 μικρότερα έργα. 

Ο Χάιντν υπολογίζοντας, όπως πάντα άλλωστε, την οικονομική του εξασφάλιση δέχτηκε αυτή την προσφορά.

Ο Χάιντν ταξιδεύοντας για την
Αγγλία. Επισκέφθηκε τη χώρα
δύο φορές και αγαπήθηκε 
εξαιρετικά από τους
φιλόμουσους.

Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε έξω από την Αυστρία και ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος όταν έφτασε στην Αγγλία την Πρωτοχρονιά του 1791. 

Πέρασε εκεί δεκαοκτώ ένδοξους μήνες, δεχόμενος ιδιαίτερες τιμές σε κάθε κοντσέρτο και διακρίσεις από διάσημα πανεπιστήμια, όπως αυτό της Οξφόρδης.

Το 1792 τον ανακάλεσαν στην Αυστρία για τη στέψη του νέου αυτοκράτορα, Φραγκίσκου ΙΙ στη Φρανκφούρτη. Κατά την επιστροφή του ο Χάιντν πέρασε από τη Βόννη, όπου γνώρισε τον εικοσιδυάχρονο Μπετόβεν

Ο Χάιντν προσκάλεσε τον νεαρό συνθέτη να σπουδάσει κοντά του στη Βιέννη, γεγονός αποφασιστικό για τη μετέπειτα εξέλιξη του Μπετόβεν. 

Μετά από μια δεύτερη επίσκεψη στην Αγγλία το 1794-5, ο Χάιντν επέστρεψε στην Αυστρία για να διευθύνει την ορχήστρα των Εστερχάζι.

Τα τελευταία χρόνια

Προς το τέλος της ζωής του ο Χάιντν αποσύρθηκε στο γαλήνιο περιβάλλον του σπιτιού του, στο βιεννέζικο προάστιο του Γκούμπεντορφ, μέχρι την προέλαση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στην πόλη, το 1809. Ήταν τέτοια η φήμη του, ώστε ο Γάλλος στρατηγός έβαλε τιμητική φρουρά στο σπίτι του για να τον προστατεύει. Αλλά ο χρόνος κατέβαλε τον μεγάλο άνδρα που πέθανε τον ίδιο χρόνο, στις 31 Μαΐου σε ηλικία 77 χρονών.

Εξαιτίας του πολέμου, θάφτηκε την επόμενη στο τοπικό νεκροταφείο, σε μια τελετή πολύ πιο απλή από αυτή που θα επιθυμούσαν οι προστάτες του.


Σχόλια