Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Σούμπερτ - Απελπισμένη ιδιοφυΐα


Σπάνια μπορεί ένας άνθρωπος να διωχθεί από τη μοίρα όσο ο Φραντς Πέτερ Σούμπερτ. Γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1797, ένα από τα 14 παιδιά της οικογένειάς του, στη μικρή κουζίνα του ταπεινού πατρικού του σπιτιού στη Βιέννη. Ο πατέρας του ήταν ένας φτωχός δάσκαλος - χρησιμοποιούσε ως σχολείο το σπίτι του - που αγωνιζόταν σε ολόκληρη τη ζωή του για να τα βγάλει πέρα.

Οι θεοί που χαρίζουν την ομορφιά αγνόησαν τον Φραντς Πέτερ. Ήταν κοντός, χοντρός και εκ γενετής μύωπας. Είχε χαμηλό μέτωπο, κοντά παχουλά δάχτυλα και περπατούσε με ένα περίεργο, απολογητικό, συγκρατημένο βήμα. Ήταν επίσης - προφανώς όχι χωρίς λόγο - υπερβολικά ντροπαλός.
Ήταν ασφαλώς μια μουσική ιδιοφυΐα, και το ταλέντο του εμφανίστηκε πολύ νωρίς, όταν άρχισε να συνθέτει για την οικογένειά του. Στα 10 του συνέθετε μουσική για την τοπική εκκλησία, όπου ήταν και διευθυντής χορωδίας.
Εδώ γεννήθηκε ο Σούμπερτ. Το στενόχωρο σπίτι 
που ο πατέρας του το μετέτρεπε σε σχολείο, 
αγωνιζόμενος να επιβιώσει ως μοναδικός του
δάσκαλος.

Όταν ο Σούμπερτ ήταν 11 χρονών, κέρδισε μια υποτροφία στη χορωδία του Βασιλικού Παρεκκλησίου στο Αυτοκρατορικό και Βασιλικό Σχολείο της Βιέννης, όπου τραγουδούσε με την παιδική σοπράνο φωνή του. Του άρεσε η στολή του, αλλά έβρισκε το σύστημα αυστηρό και τη διατροφή κακή. Διέπρεψε όμως στη μουσική. 

Το 1812 έγινε μαθητής του μεγάλου ανταγωνιστή του Μότσαρτ, Σαλιέρι και το επόμενο έτος έγραψε την Πρώτη του Συμφωνία για τη σχολική ορχήστρα, σε ηλικία 16 χρονών.

Τον ίδιο χρόνο η φωνή του άλλαξε λόγω ηλικίας κι άφησε το σχολείο για να γυρίσει στο σπίτι, όπου θα βοηθούσε τον πατέρα του στη διδασκαλία. Αυτή η περίοδος δεν ήταν ευτυχισμένη. Η αμοιβή ήταν πενιχρή και η τάση του Σούμπερτ να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αοριστία και στην υπερβολική αυστηρότητα, τον αποξένωσε από τους μαθητές του.

Παρόλα αυτά, τα χρόνια της διδασκαλίας υπήρξαν από τα πιο παραγωγικά του Σούμπερτ, που συνέθεσε αυτή την περίοδο πάνω από 400 μουσικά έργα.

Μποέμικη ζωή

Το 1817 ο Σούμπερτ εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στη μουσική. Έφυγε από το σπίτι του και ζούσε ως μποέμ στο κέντρο της Βιέννης. Τα πρωινά του χωρίς εξαιρέσεις ήταν αφιερωμένα στη σύνθεση. Αυτή η μονομανία ήταν το κλειδί για την τρομερή παραγωγικότητα του Σούμπερτ. Μέσα σε ένα χρόνο συνέθεσε περίπου 150 τραγούδια, οκτώ από τα οποία στη διάρκεια μιας μόνο ημέρας.

Τα απογεύματα, με φίλους μουσικούς και ποιητές, ο Σούμπερτ σύχναζε στα καφενεία της Βιέννης, τρώγοντας γλυκίσματα και πίνοντας καφέ. Ο Σούμπερτ έπινε άλλωστε μεγάλες ποσότητες κρασί και συχνά τις νύχτες οι πιστοί του φίλοι τον μετέφεραν μεθυσμένο στο κρεβάτι του.

O Σούμπερτ κυριαρχούσε στις δημοφιλείς 
εσπερίδες, τις "Σουμπερτιάδες".

Οι φίλοι του ήταν εξαιρετικά αφοσιωμένοι στο Σούμπερτ. Επινόησαν ένα ειδικό όνομα, τις "Σουμπερτιάδες", για τις μουσικές βραδιές που ο συνθέτης έπαιζε τη μουσική του. Ήταν γοητευμένοι από την προσωπικότητα, το χιούμορ και την εύθυμη διάθεση του Σούμπερτ, και του συγχωρούσαν πρόθυμα τη δύσθυμη πλευρά του. Αυτή εμφανιζόταν όταν έπινε πολύ - σκοτείνιαζε και μερικές φορές γινόταν βίαιος. Πάθαινε επίσης συχνά κρίσεις κατάθλιψης. Όπως έλεγε και ο ίδιος: "Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος στον κόσμο τόσο βασανισμένος και δυστυχής σαν εμένα".

Είχε πολλές αφορμές κατάθλιψης. Οι απόπειρές του στην όπερα ήταν χωρίς εξαίρεση αποτυχημένες. Είχε κάποια επιτυχία με την έκδοση των τραγουδιών του, αλλά η αμοιβή ήταν πενιχρή. Οι μουσικές βραδιές που οργάνωναν οι αφοσιωμένοι φίλοι του, ήταν η μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει τη μουσική του.

Το 1822, μετά από μία συνηθισμένη νύχτα οινοποσίας, ο Σούμπερτ πείστηκε από έναν φίλο του να επισκεφθούν έναν οίκο ανοχής. Ήταν τυπικό της κακοτυχίας του Σούμπερτ το γεγονός ότι μόνο αυτός κόλλησε μία σοβαρή περίπτωση σύφιλης. Η σωματική εξασθένηση λόγω της αρρώστιας, αλλά και ο υδράργυρος που πήρε για να τη θεραπεύσει (έχασε προσωρινά τα μαλλιά του), επηρέασαν την υγεία του για το υπόλοιπο της ζωής του.

O τάφος του Σούμπερτ στο
κεντρικό νεκροταφείο της
Βιέννης.
Κρίσεις κατάθλιψης

Αυτό τον οδήγησε επίσης σε αυξανόμενες κρίσεις κατάθλιψης από όπου προέκυψε ο μελαγχολικός, ζοφερός κύκλος τραγουδιών Winterreise -Χειμωνιάτικο Ταξίδι. Ακόμη και οι στενότεροι φίλοι του ένιωσαν απελπισία όταν άκουσαν τα τραγούδια αυτά.

Η κακοτυχία του Σούμπερτ συνεχίστηκε. Το πρώτο και μοναδικό κοντσέρτο του στις 26 Μαρτίου του 1828, αγνοήθηκε από τους μουσικοκριτικούς, οι οποίοι προτίμησαν να εκθειάσουν την πρόσφατη εμφάνιση στη Βιέννη του νεαρού ταλαντούχου βιολονίστα, Νικολό Παγκανίνι. Τον Οκτώβριο οι φίλοι του Σούμπερτ τον έπεισαν να κάνει διακοπές στο 'Αϊζενστατ, θέρετρο της Αυστριακής βασιλικής
οικογένειας. Πρόθεσή τους ήταν να τον διασκεδάσουν, αλλά ο Σούμπερτ πέρασε τον περισσότερο χρόνο του γεμάτος θλίψη, στον τάφο του Χάιντν. Όταν επέστρεψε στη Βιέννη, αρρώστησε από τύφο και το απόγευμα της 19ης Νοεμβρίου, πέθανε.

"Αυτό είναι το τέλος μου". Τα τελευταία λόγια του Σούμπερτ ήταν μια ύστατη, προκλητική κραυγή ενάντια στην κακοτυχία που κατέστρεψε τη ζωή του. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόνο μετά το θάνατό του άρχισε να αναγνωρίζεται ως μουσική ιδιοφυΐα. Η μουσική του τον έκανε αθάνατο.


Σχόλια