Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Νικολάι Ρίμσκι Κόρσακοφ - ο συνθέτης ναυτικός


Ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου του 1844 στη μικρή πόλη Τίχβιν, κοντά στο Νοβγκόροντ, στη βορειοδυτική Ρωσία. Ήταν ο δεύτερος γιος του ήδη εξηντάχρονου και συνταξιούχου δημόσιου υπαλλήλου Αντρέι και της δεύτερης γυναίκας του Σοφίας.

Από πολύ μικρός ο Νικολάι ήθελε να γίνει ναυτικός - όπως ο θείος του και ο αδερφός του Βογίν, 22 χρόνια μεγαλύτερός του. Οι γονείς του εντούτοις, ενστάλαξαν μέσα του την αγάπη για τη μουσική από τα δύο του χρόνια και μόνο το περιορισμένο μουσικά περιβάλλον της επαρχιακής γενέτειράς του έριξε το βάρος της ζυγαριάς προς την πλευρά της ναυτικής σταδιοδρομίας.

H μητέρα του συνθέτη, 
Sofya Vasilievna
Rimskaya-Korsakova

Ο Νικολάι συνέχισε τα μαθήματα πιάνου και μετά την εισαγωγή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων της Αγίας Πετρούπολης το 1856, σε ηλικία 12 χρονών. Παρόλα αυτά μόνο τρία χρόνια αργότερα, όταν άρχισε  μαθήματα πιάνου με τον ταλαντούχο Τεοντόρ Κανίλ, φούντωσε το πραγματικό ενδιαφέρον του για τη μουσική.

Το 1861, ο Κανίλ σύστησε τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ στους νέους αλλά διάσημους Ρώσους συνθέτες, Μουσόργκσκι και Μπαλακίρεφ - τελευταίος βοήθησε το νεαρό στην πρώτη του συμφωνία. Ο Νικολάι είχε ήδη επιχειρήσει τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση και στην ενορχήστρωση, αλλά μυστικά εφόσον δεν είχε ποτέ διδαχθεί τυπικά αυτά τα θέματα και δε γνώριζε ούτε τα ονόματα των συγχορδιών.

Ο αληθινός ήρωας του Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν ο Γκλίνκα, ο πρώτος που συνέθεσε αληθινά ρωσική μουσική, που είχε πεθάνει το 1857. Αν και ο Νικολάι αγαπούσε τους μεγάλους κλασικούς, τον Μπετόβεν και τον Μέντελσον, ήταν ερωτευμένος με τα λαϊκά τραγούδια της πατρίδας του που ο Γκλίνκα ενσωμάτωσε στη μουσική του.

Αποστολή στη θάλασσα

Η μουσική σταδιοδρομία ωστόσο του Νικολάι σταμάτησε για λίγο, όταν το 1862 αποφοίτησε από τη σχολή με το βαθμό του δόκιμου σημαιοφόρου. Στάλθηκε σε ναυτικές ασκήσεις για σχεδόν τρία χρόνια. Στην αρχή λυπήθηκε που άφησε τους μουσικούς φίλους του αλλά κατόπιν τον απορρόφησε η προοπτική της ζωής του ναυτικού.

Όταν το πλοίο του, το "Αλμάζ", αγκυροβόλησε στην Αγγλία επί τέσσερις μήνες για ανεφοδιασμό, ο Ρίμσκι - Κόρσακοφ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να συνεχίσει τη σύνθεση της πρώτης του συμφωνίας. Τον ενθάρρυνε με ενθουσιώδεις επιστολές ο Μπαλακίρεφ και ξεπέρασε την έλλειψη πιάνου στο πλοίο, συνθέτοντας στα εστιατόρια του Γκράβεσεντ.
To πλοίο "Αλμάζ" όπου ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ
υπηρέτησε πολλούς μήνες.

Αλλά η δημιουργική αυτή περίοδος ήταν σύντομη. Το "Αλμάζ" στάλθηκε στην Αμερική για να αποκλείσει τα Βρετανικά πλοία στον Ατλαντικό στην περίπτωση πολέμου με αφορμή την πρόσφατη Πολωνική εξέγερση.

Στη διάρκεια της επιφυλακής στην Αμερική, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ περνούσε τον καιρό του στη στεριά με άλλους συναδέλφους ναυτικούς και χαιρόταν τα αξιοθέατα, όπως τους Καταρράκτες του Νιαγάρα. 

Συμμετείχε και στις παραδοσιακές ναυτικές διασκεδάσεις με φαΐ, πιοτό και γυναίκες και διατείνονταν ότι η μουσική ερχόταν σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με τις απολαύσεις της ζωής του ως ναυτικού δοκίμου.

Επιστροφή στην πατρίδα

Όταν γύρισε στη Ρωσία το 1856, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ ανανέωσε τη φιλία του με τον Μπαλακίρεφ, που τώρα διηύθυνε τη δική του Ελεύθερη Σχολή Μουσικής στην Αγία Πετρούπολη. Όντας ξανά στο μουσικό περιβάλλον ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ αισθάνθηκε το παλιό του ενδιαφέρον να ξυπνά και ολοκλήρωσε τη Συμφωνία του αρ.1 σε Μι ύφεση ελάσσονα εγκαίρως, ώστε να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελεύθερη Σχολή στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Το κοινό απόλαυσε τη μουσική και χαιρέτησε τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Στα 21 του χρόνια ο συνθέτης πρόβαλλε μια εντυπωσιακή και ρομαντική φυσιογνωμία με τη στολή του ναυτικού δοκίμου.

Για έναν άνθρωπο που δεχόταν με άνεση ότι η γνώση του της μουσικής θεωρίας ήταν πρακτικά ανύπαρκτη, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ ήταν τυχερός που διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης το 1871. Κατόρθωσε να είναι πάντα λίγο πιο μπροστά από τους μαθητές του μελετώντας κρυφά!

Τον ίδιο χρόνο συγκατοίκησε με τον Μουσόργκσκι. Οργάνωναν συχνά μουσικές βραδιές που αποδείχτηκαν πολύ δημοφιλείς μεταξύ των μουσικών. Ήταν σε μια τέτοια βραδιά που συνάντησε την 20χρονη Ναντέζντα Πούργκολντ, ήδη ολοκληρωμένη πιανίστα. Παντρεύτηκαν στις 12 Ιουλίου του 1872 με κουμπάρο τον παλιό του φίλο Μουσόργκσκι.

Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ εγκατέλειψε το Ναυτικό το 1873 αλλά ο Υπουργός Ναυτικού δημιούργησε τη θέση του Επιθεωρητή της Ναυτικής Μπάντας ειδικά γι΄αυτόν ώστε να έχει έναν καλό μισθό. Τα καθήκοντά του τον έστειλαν μακριά από τη Ρωσία και ήταν κατά την επίσκεψή του στην Κριμαία που πρωτογνώρισε την Ανατολική μουσική, η οποία επηρέασε πολλά από τα κατοπινά έργα του.

O πατέρας του Ρίμσκι-Κόρσακοφ,
Αντρέι Πέτροβιτς, ο οποίος μαζί με
τη μητέρα του συνθέτη ενθάρρυναν
το ενδιαφέρον του για τη μουσική 
από τα δύο του χρόνια.

Θέσεις επιρροής

Παρόλο που ταξίδευε πολύ, ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ βοηθούσε στη λειτουργία της Ελεύθερης Σχολής Μουσικής και έγινε διευθυντής της από το 1874 έως το 1881. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μελετώντας τα λαϊκά τραγούδια. Όλο και περισσότερο η μουσική του αποκτούσε ένα αυθεντικό ρωσικό άρωμα και έγινε ο μεγαλύτερος συνθέτης της χώρας του. Το 1883 του προσφέρθηκε η εξέχουσα θέση του Βοηθού Διευθυντή στο Αυτοκρατορικό Παρεκκλήσι του νέου Τσάρου Αλεξάνδρου ΙΙΙ, με ένα ζηλευτό μισθό.

Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ απολάμβανε μια απεριόριστη, όπως φαινόταν, περίοδο επιτυχίας. Τα έξι παιδιά του ήταν η κύρια ασχολία του στο σπίτι και του άρεσε να κάνει τις διακοπές του σε θέρετρα ανείπωτης ομορφιάς που τον ενέπνεαν στο γράψιμο. Αλλά τα σύννεφα της δυστυχίας φάνηκαν πολύ γρήγορα στον ορίζοντα. 

Το 1890 η σύζυγός του και ο γιος του Αντρέι έπαθαν διφθερίτιδα, η μητέρα του και ο νεότερος γιος του πέθαναν και ο δεύτερος γιος του κόλλησε μια ασθένεια που αποδείχθηκε μοιραία. Η σχέση του με τον Μπαλακίρεφ περνούσε επίσης κρίση και σαν αποτέλεσμα όλων αυτών ήρθε ο νευρικός κλονισμός. Η διάθεσή του για σύνθεση εξαφανίστηκε ολοσχερώς.

Μόνο η υποχρέωση να διευθύνει μια συναυλία για τον Τσαϊκόφσκι, που πέθανε το 1893, συνέφερε το Ρίμσκι-Κόρσακοφ από την κατάθλιψη. Αφοσιώθηκε στην όπερα και τη σύνθεση τραγουδιών πάντα με κυρίαρχο το ρώσικο άρωμα που κατέκλυζε την Ευρώπη σαν θύελλα.

Ο επαναστάτης

Ακόμη και η προσωρινή απόλυσή του από το Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης - επειδή υποστήριξε την πολιτική διαμαρτυρία των φοιτητών - απέτυχε να μειώσει τη δημοτικότητά του. Μια απαγόρευση της μουσικής του εξασφάλισε την παντοτινή δημοτικότητά του.

Ο τάφος του συνθέτη στην πόλη
Τίχβιν της Αγ. Πετρούπολης.

Εργαζόταν στην όπερα Ο Χρυσός Πετεινός που έμελλε να είναι η τελευταία του, όταν αρρώστησε από στηθάγχη. 

Ανάρρωσε μετά από διάφορες κρίσεις τον Μάρτιο του 1908 αλλά τη νύχτα της 20ης προς 21η Ιουνίου μετά από βίαιη θύελλα, έπαθε τη μοιραία συγκοπή στο σπίτι του στο Λιούμπενσκ.

Στο έργο του ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ ζωντάνεψε τη φαντασία και τους θρύλους. 

Η αμιγής επινοητικότητά του και η ικανότητά του να συναρπάζει τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο αγαπητούς και διάσημους Ρώσους συνθέτες μέχρι σήμερα.







Σχόλια