Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Τζορτζ Γκέρσουιν - Πόργκι και Μπες

Εικόνα από την πρώτη παράσταση της όπερας Πόργκι και Μπες στη Νέα Υόρκη το 1935. 

Η μοναδική απόπειρα του Τζορτζ Γκέρσουιν στην όπερα δημιούργησε έναν ιλιγγιώδη συνδυασμό κλασικού δράματος και ατμοσφαιρικής τζαζ, που παραμένει αξεπέραστος στη σύγχρονη μουσική.

Ο Γκέρσουιν λάτρευε τη "μαύρη μουσική", όπως αποκαλούσαν αρχικά την τζαζ. Οι παλλόμενοι ρυθμοί της πρωτόφτασαν στα αυτιά της εκλεπτυσμένης Αμερικανικής κοινωνίας των λευκών, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Ο Γκέρσουιν αισθάνθηκε ότι η αμιγής ενέργειά της, βρίσκεται στην ψυχή του Αμερικανικού λαού. Πολλά από τα τραγούδια είναι βαθιά επηρεασμένα από την τζαζ, αλλά η πραγματική του φιλοδοξία ήταν να γράψει μια μεγάλη μαύρη όπερα.

Η προσπάθεια του Γκέρσουιν να εισάγει την τζαζ στην όπερα, συνδύαζε δύο αντιδιαμετρικά μουσικά είδη. Ήδη διάσημος ως συνθέτης τραγουδιών, το 1926, συνειδητοποίησε ότι το υλικό για αυτήν την πρόκληση, βρισκόταν στο δημοφιλές μυθιστόρημα Πόργκι, το οποίο αναφερόταν στον τραγικό έρωτα ενός μαύρου ζητιάνου από το Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας.

Χρειάστηκε όμως να περάσουν οκτώ χρόνια προτού ξεκινήσει το γράψιμο, σε συνεργασία με τον Άϊρα και τον συγγραφέα του βιβλίου, Έντουαρντ Ντι Μποζ Χέιγουορντ. Πέρασαν δύο μήνες στο Φόλι Άιλαντ, δέκα μίλια από το Τσάρλεστον, για να αφομοιώσουν την ατμόσφαιρα του Νότου. Ο Γκέρσουιν πέρασε πολλά βράδια στο γειτονικό Τζέιμς Άιλαντ, ακούγοντας τη μουσική των νέγρων Γκούλα, η επίδραση της οποίας είναι ξεκάθαρη στην τελική μορφή της όπερας.

Το αποτέλεσμα ήταν μια δραματική ιστορία πάθους και φονικού, ειπωμένη μέσα από μια σειρά τραγουδιών στο αξέχαστο ύφος του Γκέρσουιν.

Ο Γκέρσουιν ακολουθεί πιστά τον τρόπο ομιλίας που χαρακτήρισε έκτοτε τους Νέγρους του Νότου. Η άρνησή του να συμβιβαστεί, ήταν η κύρια αιτία για τις αντιφατικές κριτικές που έλαβε η όπερα όταν ανέβηκε το 1935. Ο συνθέτης δεν προσπάθησε να εξυγιάνει τη γλώσσα ή την ωμότητα των αισθημάτων της ιστορίας του, συμβιβαζόμενος έτσι με τις προτιμήσεις των εκλεπτυσμένων λευκών ακροατών του.

Η Πόργκι και Μπες ήταν ένα πολιτισμικό σοκ, που προηγήθηκε αρκετές δεκαετίες της εποχής του. Έγινε επιτυχία μόνο μετά το θάνατο του Γκέρσουιν και μετά από σημαντικές αναθεωρήσεις. Μόνο όταν έγινε κινηματογραφική ταινία το 1959, με πρωταγωνιστή τον Σίντνεϊ Πουατιέ, η μίξη κλασικής μουσικής και τζαζ του Γκέρσουιν, βρήκε την παγκόσμια αναγνώριση που της άξιζε.




Σχόλια