Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Σούμαν - Συμφωνία Αρ.1, σε Σι ύφεση Μείζονα "Άνοιξη", Έργο 38

H Συμφωνία "Άνοιξη" είναι ένα από τα πιο χαρούμενα και ανέμελα έργα του Σούμαν, όπως και αυτή η απεικόνιση μιας χαρούμενης tarantella του Πιέτρο Φάμπρις.

 
Η Συμφωνία της Άνοιξης ήταν η πρώτη απόπειρα του Σούμαν να συνθέσει ένα εκτεταμένο μουσικό έργο. Γράφτηκε στις αρχές του 1841, πέντε μόλις μήνες μετά το γάμο του με την Κλάρα Βικ. Εκείνη τον ενθάρρυνε να επεκταθεί πέρα από την ασφαλή περιοχή των σύντομων έργων δωματίου - όπως ήταν τα τραγούδια και τα έργα για πιάνο - σε συνθέσεις καταλληλότερες για τις αίθουσες συναυλιών και ικανές να του εξασφαλίσουν κάποια εισοδήματα.

Μετά από πυρετώδη εργασία τεσσάρων μόλις ημερών, από τις 23 έως τις 27 Ιανουαρίου, είχε σχεδιάσει το σύνολο του έργου. Άρχισε την παρτιτούρα την επομένη και έγραψε όλα τα μέρη για πλήρη ορχήστρα σε ένα μήνα. Ολοκλήρωσε τη συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου και την ονόμασε "Άνοιξη" για να τιμήσει την εποχή που μόλις ανέτειλε.

Ένα μήνα αργότερα, στις 31 Μαρτίου 1841, έγινε η πρεμιέρα της στη Λειψία με διευθυντή τον Φέλιξ Μέντελσον.

Η συμφωνία ξεχειλίζει από μια χαρούμενη εγρήγορση, ένα ευτυχισμένο αίσθημα ζωής που σπανίως χαλαρώνει, από την εναρκτήρια φανφάρα των χάλκινων πνευστών του πρώτου μέρους, μέχρι το ανέμελο φινάλε του τέταρτου τελευταίου μέρους.

Ολόκληρο το έργο διατρέχει μια ευφρόσυνη ενέργεια. Ο Σούμαν συλλαμβάνει την ανησυχία της νέας ζωής - τα νεαρά φύλλα θροΐζουν στο δυνατό Μαρτιάτικο άνεμο και τα πλάσματα της φύσης, ξεκούραστα μετά τη χειμερία νάρκη, σπεύδουν να συναντήσουν τον αναγεννημένο κόσμο τους.

Το έργο βρίθει από εκπλήξεις, από ασυνήθιστα όργανα, όπως το τρίγωνο στο πρώτο μέρος, που δεν είχε ξανακουστεί σε συναυλίες μέχρι τότε, από αιφνίδιες μεταβολές της διάθεσης, στις πιο απροσδόκητες στιγμές. Η ελαφριά χορευτική μουσική του πρώτου μέρους αναστέλλεται για λίγο από μια εσωστρεφή μελωδία, προειδοποίηση για τους κινδύνους της Άνοιξης, για να ξανασυναντήσει αμέσως τον ιλιγγιώδη ρυθμό της. Όταν η μουσική ησυχάζει προετοιμάζοντας ένα ειρηνικό και στοχαστικό φινάλε, ανακτά αιφνιδιαστικά την έντασή της και επιστρέφει στους αρχικούς ευτυχισμένους ρυθμούς.

Το δεύτερο και το τρίτο μέρος αντηχούν από το ύφος των τραγουδιών και των πιανιστικών συνθέσεων του Σούμαν. Το Largetto είναι αργό με ειδυλλιακές νύξεις, ενώ το Scherzo, με το παρωνύμιο "χαρούμενοι σύντροφοι" που του απέδωσε ο ίδιος ο συνθέτης, δημιουργεί μια πειστική εντύπωση ενός χωριάτικου χορού.

Το έργο δεν είναι απλώς μια παρουσίαση της αγροτικής ζωής, αλλά μάλλον μια έκφραση των αισθημάτων που υποβάλλει η καθημερινότητά της. Ότι απομένει ως συνολική εντύπωση είναι θρίαμβος και καθαρή ευτυχία.



Σχόλια