Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Μότσαρτ - Κοντσέρτο για κλαρινέτο σε Λα μείζονα, Κ622

Δάσκαλος κλαρινέτου δίνει οδηγίες στο μαθητή του
Μια σκηνή που θα άρεσε σίγουρα στον Μότσαρτ - ο νεαρός κλαρινετίστας μαθαίνει το όργανό του και ενδεχομένως προσθέτει το θέμα του κοντσέρτου για κλαρινέτο στο ρεπερτόριό του.


Ο Μότσαρτ έγραψε το κοντσέρτο αυτό τον Οκτώβριο του 1791, έξι μόλις εβδομάδες πριν το θάνατό του και αυτή ήταν και η τελευταία οργανική του σύνθεση. Γράφτηκε για τον περίφημο βιρτουόζο κλαρινετίστα Άντον Στάντλερ, για τον οποίον ο Μότσαρτ είχε γράψει αρκετά κομμάτια στη διάρκεια των προηγούμενων πέντε χρόνων.

Το κλαρινέτο ήταν ένα σχετικά καινούριο όργανο, με ζωή μικρότερη του αιώνα. Αρχικά ο Μότσαρτ συνέθεσε για το "μπάσετ" κλαρινέτο, μια παραλλαγή σε υψηλότερο τόνο που είχε αναπτύξει ο ίδιος ο Στάντλερ. Το κοντσέρτο μεταγράφηκε για το κανονικό κλαρινέτο μετά το θάνατο του Μότσαρτ. Η εκδοχή του για το μπάσετ κλαρινέτο αποκαταστάθηκε μόλις το 1960.

Το κοντσέρτο διαιρείται σε τρία μέρη και οι αλλαγές της διάθεσης ακολουθούν καθαρά τη διαίρεση αυτή.

Μέρη:

I. Allegro

Στο πρώτο μέρος, το Allegro, το γνώριμο θέμα προβάλλεται από το κλαρινέτο και δύο βιολιά. Βαθμιαία, άλλα όργανα - τα φαγκότα, τα κόρνα, τα φλάουτα και περισσότερα βιολιά - ενώνονται και το θέμα επαναλαμβάνεται με τον πλήρη όγκο ολόκληρης της ορχήστρας.
Η αναταραχή σβήνει αφήνοντας το κλαρινέτο και δυο βιολιά να συνεχίσουν το θέμα, και υπάρχει ένα είδος διαλόγου ανάμεσα σε αυτά και τις βιόλες. Για άλλη μια φορά η ορχήστρα τα προλαβαίνει με ένα κύμα επιβλητικών, άγριων σκιρτημάτων.
Το κλαρινέτο προηγείται σταθερά μόνο, είτε αλλάζοντας κατεύθυνση με διαφορετικές μελωδίες ή επαναλαμβάνοντας τα γνώριμα θέματα σε τόνους που είναι άλλοτε χαρμόσυνοι και άλλοτε ευγενικοί και σκεπτικοί.


II. Adagio

Στο δεύτερο μέρος, το Adagio, το κλαρινέτο επιβραδύνει το θέμα σε έναν επιβλητικότερο βηματισμό, αποτυγχάνοντας να φτάσει στα ίδια χαρμόσυνα ύψη όπου είχε ανέλθει λίγο πριν. Ο τόνος γίνεται στοχαστικός, σχεδόν μελαγχολικός και μοιάζει να μεταφέρει τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι πρόκειται να πεθάνει. Σε μια φάση η διάθεση είναι καθαρά θρησκευτική, έπειτα υποχωρεί σαν να αναγνωρίζει ότι απομακρύνθηκε επικίνδυνα.


III. Rondo

Το τρίτο μέρος, το Rondo, ανασύρει τον ελαφρότερο τόνο του πρώτου μέρους. Το κλαρινέτο φαίνεται να αναστενάζει με ανακούφιση που διάβηκε μια σκοτεινή περίοδο σχετικά άθικτο. Παρόλα αυτά έχει πληρώσει κάποιο τίμημα: η διάθεση δεν είναι τόσο ελαφριά αλλά βέβαιη - σαν να υποχώρησε η νεανική ορμή εμπρός στην ωριμότητα. Ο τόνος στο τέλος είναι περισσότερο συμφιλιωμένος και το κοντσέρτο τελειώνει με μια καθησυχαστική διάθεση.




Σχόλια