Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Εκτόρ Μπερλιόζ - ένας γνήσιος ρομαντικός

Ο Μπερλιόζ ήταν άνθρωπος των άκρων. Ανταποκρίθηκε στις κρίσεις της ζωής του συνθέτοντας όμορφη, δραματική μουσική, που εξέφραζε το απόκρυφο βάθος των συναισθημάτων του.


Ο Λουί - Εκτόρ Μπερλιόζ γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1803 στην Ακτή του Αγ.Ανδρέα, μια μικρή κωμόπολη κοντά στη Λιόν, στη Γαλλία. Το μεγαλύτερο από πέντε παιδιά, εκπαιδεύτηκε στο σπίτι από τον πατέρα του, Λουί - Ζοζέφ, έναν επιτυχημένο γιατρό που του δίδαξε λογοτεχνία, επιστήμη και γλώσσες. Η μουσική αντιμετωπιζόταν ως ψυχαγωγία.

Ο Εκτόρ ήταν ένα ευαίσθητο παιδί που επηρεαζόταν συναισθηματικά από οτιδήποτε έβλεπε ή άκουγε. Οι ιστορίες συχνά τον συγκινούσαν μέχρι δακρύων. Όταν ήταν μόλις 12 χρονών, ερωτεύτηκε παράφορα την δεκαοκτάχρονη κόρη του γείτονά τους, Εστέλ Ντιμπέφ, και αποφάσισε να εκφράσει αυτό το αίσθημα μουσικά. Εκείνη την εποχή έπαιζε ήδη καλά μια φλογέρα που ανακάλυψε σε κάποιο συρτάρι, σύντομα όμως ασχολήθηκε με το φλάουτο. Ο πατέρας του αναγνώρισε το ταλέντο του Εκτόρ και φρόντισε να το καλλιεργήσει παίρνοντας μαθήματα.

Σε ένα χρόνο ο Εκτόρ ήταν σε θέση να συμμετέχει σε ένα τοπικό σύνολο εγχόρδων για το οποίο έγραψε διάφορες συνθέσεις.

To σπίτι στην Ακτή του Αγίου Ανδρέα, κοντά στη    
Λιόν, όπου ο Μπερλιόζ πέρασε τα παιδικά του
χρόνια.

Σύγκρουση βουλήσεων

Ο Λουί Ζοζέφ εξακολούθησε να ενθαρρύνει τη μουσική κλίση του Εκτόρ και χάρηκε όταν κάποιος παρισινός εκδότης δέχθηκε να δημοσιεύσει μια σύνθεση του δεκαπεντάχρονου γιου του. Συγχρόνως βέβαια ήλπιζε ότι ο γιος του θα ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και θα γίνει γιατρός. Μολονότι ο Εκτόρ δεν ενδιαφερόταν, συμφώνησε να παρακολουθήσει την Ιατρική Σχολή του Παρισιού, τον Οκτώβριο του 1821, με την πεποίθηση ότι η πόλη θα του άνοιγε νέους μουσικούς ορίζοντες.

Ο Εκτόρ ήταν κοντός για την ηλικία του, λίγο πάνω από 1,50 μέτρο, αλλά τα ξανθά μαλλιά του και η υγεία της εξοχής, τον έκαναν αρκετά συμπαθητικό. Η ζωντάνια της γαλλικής πρωτεύουσας τον βρήκε απροετοίμαστο και τρομαγμένος ρίχτηκε στην αναζήτηση πνευματικής τροφής, σε μαθήματα και θέατρα. Απέφευγε τους χορούς και τις θορυβώδεις διασκεδάσεις.

Στο Παρίσι ανακάλυψε την όπερα. Πιστεύοντας ότι αυτή ήταν το πεπρωμένο του, ξεκίνησε εντατικές μουσικές σπουδές που έμελλε να κρατήσουν έξι χρόνια. Εγκατέλειψε την ιατρική, παρόλο που πέρασε τις εξετάσεις του, το 1824. Η απόφασή του δυσαρέστησε τον πατέρα του, ο οποίος διέκοψε την αποστολή της χρηματικής βοήθειας. Για να ζήσει, παρέδιδε μαθήματα κιθάρας σε ένα τοπικό σχολείο και συμμετείχε στη χορωδία μιας θεατρικής επιθεώρησης.

Η πρώτη του απόπειρα να παρουσιάσει ένα δικό του έργο τον ίδιο χρόνο κατέληξε σε αποτυχία, με αποτέλεσμα να δανειστεί χρήματα για να παρουσιάσει ένα άλλο κοντσέρτο. Η αποφασιστικότητά του αυτή τη φορά ανταμείφθηκε με μια τεράστια επιτυχία.

Αρχίζει να γίνεται γνωστός και το 1826, γίνεται δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού. Διεκδικεί το "Βραβείο της Ρώμης", το οποίο τελικά κερδίζει το 1830, μετά από τέσσερις αποτυχημένες απόπειρες. Στην πραγματικότητα, ενδιαφερόταν για την γενναιόδωρη πενταετή υποτροφία που προσέφερε το βραβείο, παρά για τη δυνατότητα να σπουδάσει μουσική στη Ρώμη. Η πόλη δεν ήταν πια το κέντρο των τεχνών όπως πριν 100 χρόνια.

Απελπισμένο πάθος

Πορτρέτο της Ιρλανδής ηθοποιού
Χάριετ σμίθσον, την οποία ο 
Μπερλιόζ ερωτεύτηκε το 1827.

Το 1827, ενώ παρακολουθούσε μια παράσταση του Σαιξπηρικού Άμλετ, ερωτεύτηκε την πρωταγωνίστρια, την Ιρλανδή ηθοποιό Χάριετ Σμίθσον. Ο Μπερλιόζ την βομβάρδισε με ερωτικά γράμματα, αλλά εκείνη τον αγνόησε. Ο πληγωμένος συνθέτης τριγύριζε τις νύχτες άγρυπνος στους δρόμους. Τελικά αποφάσισε, όπως προηγουμένως με την Εστέλ, να εκφράσει τα καταπιεσμένα του αισθήματα με τη μουσική και το 1830 συνέθεσε την Φανταστική Συμφωνία.

Ο Μπερλιόζ έστρεψε κατόπιν το ενδιαφέρον του στην 18χρονη Καμίλ Μοκ, που δίδασκε πιάνο στο ίδιο σχολείο όπου ο ίδιος δίδασκε κιθάρα. Η πρόθεσή του να την παντρευτεί, αλλά και η αυξανόμενη φήμη του στο Παρίσι, τον έκαναν διστακτικό σχετικά με την εγκατάστασή του στην Ιταλία. Τα προαισθήματά του αποδείχτηκαν βάσιμα - εξαφανίστηκε μουσικά και η Καμίλ παντρεύτηκε κάποιον άλλο. Οργισμένος ο Μπερλιόζ ξεκινά για τη Γαλλία, αλλά αρρωσταίνει στη Φλωρεντία. Για άλλη μια φορά μεταμορφώνει τα συναισθήματά του σε μουσική και συνθέτει το συγκινητικό Lelio ή Η Επιστροφή στη Ζωή.

Ο Μπερλιόζ έμεινε δύο χρόνια στην Ιταλία προτού επιστρέψει στο Παρίσι το 1832. Ήταν αποφασισμένος να διακριθεί ως συνθέτης όπερας. Η πόλη είχε καταποντιστεί από την επανάσταση μόλις δύο χρόνια πριν και στους δρόμους υπήρχε ένταση. Ο Μπερλιόζ αισθάνθηκε απόλυτα συντονισμένος με τη στιγμή, γεμάτος θέληση να ανατρέψει τους κατεστημένους τρόπους και να εισάγει νέες ιδέες.

Αυξανόμενη φήμη

Μόλις επέστρεψε στο Παρίσι, άρχισε να οργανώνει συναυλίες με δικά του έργα. Είχε γράψει και την όπερα Οι Εύθυμοι Δικαστές σε λιμπρέτο του φίλου του ποιητή Ιμπέρ Φεράν. Καμιά εν τούτοις όπερα δεν δέχτηκε το έργο και ο συνθέτης έγινε έξαλλος. Συνήθως κατέστρεφε τα έργα του από την απελπισία, αλλά αυτό το αναθεώρησε και το ξανάγραψε με την ελπίδα ότι κάποιος θα το δεχόταν.
Το σπίτι του Μπερλιόζ στη μποέμικη παρισινή συνοικία της     
Μονμάρτης, όπου έζησε με τη σύζυγό του Χάριετ Σμίθσον τα  
έτη 1834-1838. Ήταν το πρώτο τους σπίτι κι εκεί όπου 
γεννήθηκε ο μοναχογιός τους Λουί. 
Το 1833 η φήμη του βρίσκεται σε ανοδική πορεία.

Τον ίδιο χρόνο ο Μπερλιόζ συναντά τον παλιό έρωτά του, την Χάριετ Σμίθσον, σε κάποια συναυλία του. Το πάθος του αναζωπυρώνεται και της προτείνει γάμο. Οι γονείς του είναι εντελώς αντίθετοι με τα σχέδιά του. Η Χάριετ υποχωρεί μόνο όταν ο Μπερλιόζ απειλεί να φαρμακωθεί. 

Παντρεύτηκαν σε ένα παρεκκλήσι στις 3 Οκτωβρίου του 1833, με μάρτυρα τον Λιστ. Μετά από μια σύντομη περίοδο μέλιτος, μετακόμισαν σε ένα σπιτάκι στη Μονμάρτη όπου τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς, γεννήθηκε ο μοναχογιός τους Λουί.

Οπερατικές αποτυχίες

Ο Μπερλιόζ λάβαινε τις 3000 φράγκα του "Βραβείου της Ρώμης" για το καθορισμένο διάστημα, αλλά όταν το 1835 η υποτροφία εξαντλήθηκε, εργάστηκε ως μουσικοκριτικός. Εξακολούθησε να γράφει όπερες, αλλά λίγες έφταναν στη σκηνή. Κι όταν ανέβαιναν, έκαναν συνήθως μόνο λίγες παραστάσεις. Αντίθετα, τα μη οπερατικά έργα του τον καθιέρωσαν ως τον καλύτερο Γάλλο συνθέτη των δεκαετιών 1830 και 1840.

Εν τω μεταξύ ο γάμος του με τη Χάριετ ήταν λιγότερο ευτυχισμένος από όσο προσδοκούσε και δημιούργησε ερωτικές σχέσεις με την Ισπανίδα τραγουδίστρια Μαρία Ρέκιο. Ήταν εκείνη που τον συνόδευσε στην πρώτη του επίσκεψη στο εξωτερικό, στο Βέλγιο, το 1842. Αυτή ήταν η πρώτη από πολλές περιοδείες σε ολόκληρη την Ευρώπη τα 20 επόμενα χρόνια.

Το δωμάτιο μουσικής της πατρικής οικίας του
Μπερλιόζ. Η οικογένειά του ενθάρρυνε το 
μουσικό του ταλέντο και του εξασφάλισε
μουσική παιδεία από μικρή ηλικία.
Οι πιο επιτυχημένες ήταν στη Ρωσία το 1846, όπου τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και στην Αγγλία το 1848 και 1851-2. Η πρώτη Αγγλική περιοδεία εντούτοις, σκιάστηκε από τη χρεοκοπία του εργοδότη του που συνέβει προτού δώσει στο συνθέτη την αμοιβή του.

Δυστυχία

Σύντομα όμως η τραγωδία αιφνιδίασε την επιτυχία του. Ο πατέρας του πέθανε το 1848, χωρίς ποτέ να ακούσει τη μουσική του γιου του. Η Χάριετ έμεινε παράλυτη μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε το 1854.

Μετά από μια σύντομη περίοδο πένθους, ο Μπερλιόζ παντρεύτηκε την ερωμένη του Μαρία Ρέκιο. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε πάθος στη σχέση αυτή και η Μαρία δεν έγινε ποτέ μούσα του.

Με άσβεστη τη λαχτάρα για μια οπερατική επιτυχία, ο Μπερλιόζ εμπνεύστηκε τους Τρώες - την πιο γνήσια όπερά του. Έκανε 22 παραστάσεις στην 'Οπερα του Παρισιού το 1863. Στα 60 χρόνια του, ο Μπερλιόζ αισθανόταν γέρος και κουρασμένος κι άρχισε να υποφέρει από εντερικά.

Μετά το θάνατο της Μαρίας το 1864, ο Μπερλιόζ στράφηκε στα νεανικά του πάθη και ξανασυνάντησε την Εστέλ Ντιμπέφ, η οποία πλησίαζε τα εβδομήντα. Απέρριψε τις προτάσεις του, αλλά παρέμειναν φίλοι.

Ήδη το 1868, ο Μπερλιόζ ήταν πολύ άρρωστος για να εγκαταλείψει το Παρίσι και πέθανε εκεί στις 8 Μαρτίου του 1869. Τάφηκε στο κοιμητήριο της Μονμάρτης.



Σχόλια