Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Βιβάλντι - ο αρχιερέας του μπαρόκ

Πορτρέτο του Βιβάλντι
Η ζωή του Αντόνιο Βιβάλντι υπήρξε τουλάχιστον αντισυμβατική. Γνωστός και ως ο Κοκκινοτρίχης παπάς εξαιτίας των πυρρόξανθων μαλλιών του, ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τη μουσική και την περιπέτεια παρά για την εκκλησία.

Ο Αντόνιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία το 1678. Ο πατέρας του ήταν κουρέας αλλά και βιολονίστας στην ορχήστρα του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Μάρκου. Υπήρξε ασθενικός σε ολόκληρη τη ζωή του. Υπέφερε από μια χρόνια ασθένεια η οποία λογίστηκε ως καρδιοπάθεια, angina pectoralis ή ως μια μορφή άσθματος.

Το μουσικό ταλέντο του Βιβάλντι εκδηλώθηκε πολύ νωρίς και ως παιδί αναπλήρωνε συχνά τον πατέρα του στην καθεδρική ορχήστρα. Εκεί αφομοίωσε το ύφος της βενετσιάνικης μουσικής, το οποίο έμελλε να επηρεάσει τις συνθέσεις του πολύ αργότερα.

Ακολουθώντας την ιεροσύνη

Σε ηλικία 14 ετών, άρχισε με πρωτοβουλία του πατέρα του την επίπονη εκπαίδευση των κληρικών. Χειροτονήθηκε το 1703 όταν ήταν 25 χρονών. Ένα από τα βασικά καθήκοντά του ήταν να τραγουδάει στη Λειτουργία, πράγμα που σήμαινε ότι τραγουδούσε ή έψαλε για μια περίπου ώρα κάθε φορά. Ο Βιβάλντι δυσκολευόταν εξαιτίας της ασθενικότητάς του κι έτσι ένα χρόνο αργότερα εγκατέλειψε τη θέση αυτή.

Περισσότερο άλλωστε τον ενδιέφερε η δουλειά του ως δασκάλου του βιολιού στο Ospedale della Pieta στη Βενετία, ένα ίδρυμα που εκπαίδευε ορφανά ή νόθα κορίτσια. Ο Βιβάλντι τα δίδασκε βιολί και συντηρούσε τα όργανα. Συνέθετε επίσης νέα έργα, τα οποία εκτελούσαν τα κορίτσια σε εβδομαδιαίες συναυλίες συγκεντρώνοντας έτσι χρήματα για το Ospedale. Η ιδιότητα του κληρικού φαίνεται ότι βοήθησε τον Βιβάλντι να εξασφαλίσει αυτή τη θέση, η οποία συνεπάγετο στενή επαφή με τα κορίτσια. Η ιδιότητα του κληρικού αποτελούσε εγγύηση κόσμιας συμπεριφοράς.

Ο Βιβάλντι δίδαξε μουσική στο Ospedale επί 12 χρόνια. Τα κορίτσια απολάμβαναν τις ερωτοτροπίες του κι εκείνος ανταποκρινόταν με μεγάλη ευχαρίστηση.
Η αίθουσα συναυλιών στο Ospedale della Pieta
To Ospedale della Pieta στη Βενετία, όπου
 ο Βιβάλντι ήταν δάσκαλος βιολιού.

Εκ γενετής εξωστρεφής απολάμβανε συνεχώς την προσοχή που του έδειχναν οι άλλοι. Το παρωνύμιό του, Κοκκινοτρίχης παπάς, δηλώνει το χρώμα των μαλλιών του καθώς και την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του. Οι εβδομαδιαίες δημόσιες συναυλίες στις οποίες διηύθυνε τα κοντσέρτα του, αποτελούσαν ιδιαίτερο γεγονός για τη μουσική ζωή της Βενετίας. Οι ξένοι που επισκέπτονταν τη Βενετία δε θεωρούσαν την παραμονή τους ολοκληρωμένη αν δεν παρακολουθούσαν ένα κοντσέρτο του Βιβάλντι.

Αυξανόμενη φήμη

Την εποχή εκείνη ο Βιβάλντι συνειδητοποίησε ότι η φήμη του ως συνθέτη και διασημότητας εξαπλωνόταν και αποφάσισε να την εκμεταλλευτεί οικονομικά. Πρώτα βρήκε έναν εκδότη στο Άμστερνταμ που χρησιμοποιούσε πιο προχωρημένες μεθόδους εκτύπωσης της μουσικής από τις αντίστοιχες της Ιταλίας. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να πουλήσει περισσότερα έργα και να κερδίσει έτσι περισσότερα χρήματα.

Δεύτερο, άρχισε να γράφει όπερα. Έγραψε την πρώτη, Ottene in Villa, το 1713. Σύντομα συνέθετε όπερες για διάφορους διευθυντές θεάτρων σε ολόκληρη τη βρειοανατολική Ιταλία. Η μακριά απουσία του εξόργισε τους εργοδότες του στο Ospedale, αλλά το 1723 κατέληξαν σε κάποια συμφωνία: Ο Βιβάλντι ήταν ελεύθερος να ταξιδεύει και να εργάζεται αλλού με την προϋπόθεση να παραδίδει δύο κοντσέρτα το μήνα και να επιμελείται την ερμηνεία τους εφόσον ήταν στη Βενετία.

Ο Βιβάλντι εργαζόταν γρήγορα - ένα νέο κοντσέρτο την ημέρα, μια όπερα την εβδομάδα. Κέρδιζε - και ξόδευε - πολλά χρήματα και πάντα ανυπομονούσε να κερδίσει περισσότερα. Αποφάσισε ότι θα ήταν επικερδέστερο να πουλάει αντίτυπα των έργων του απευθείας στο κοινό από το να χρησιμοποιεί κάποιον εκδότη. Καθόρισε την τιμή της μιας γκινέας για κάθε κοντσέρτο.

Πίνακας με δύο τραγουδίστριες, έναν εκτελεστή λαούτου και κάποιον ευγενή καθιστό που απολαμβάνει την ιδιωτική συναυλία του
Ιδιωτική συναυλία ενός κοντσέρτου για κάποιον πλούσιο φιλότεχνο
 Ένα μεγάλο μέρος των έργων του Βιβάλντι γράφτηκε για διάφορους
συνδυασμούς εγχόρδων, συμπεριλαμβανομένου του μαντολίνου.
Εν τω μεταξύ οι εκκλησιαστικές αρχές επενέβησαν θεωρώντας ότι η ζωή του Βιβάλντι παραήταν κοσμική. Ως κληρικός, ο Βιβάλντι έπρεπε να ζει σε ένα καθαρά αντρικό νοικοκυριό, αλλά η άσθένειά του δικαιολογούσε την παρουσία μιας νοσοκόμας. Δικαιολόγησε έτσι την παρουσία κοντά του της υψιφώνου Άννα Ζιρό και της αδελφής της Παολίνα. Παρόλο που ήταν αποδεκτό για έναν κληρικό να είναι συνθέτης και μουσικός, η κατάσταση αυτή τροφοδότησε διάφορα κουτσομπολιά. Ψιθυρίζονταν ότι είχε ερωτικές σχέσεις και με τις δύο αδελφές αλλά τίποτε δεν αποδείχθηκε.

Το 1737, στο πλαίσιο μιας εκστρατείας εναντίον της χαλάρωσης των ηθών του κλήρου, ο Αρχιεπίσκοπος της Φεράρας απαγόρευσε την είσοδο του Βιβάλντι στην πόλη, όπου επρόκειτο να διευθύνει ένα φεστιβάλ όπερας. Η σχέση του με την Άννα Ζιρό και η αδυναμία του να τραγουδήσει στη Λειτουργία προβλήθηκαν ως επιχειρήματα για την αποπομπή του. Ο 59άχρονος Βιβάλντι αρνήθηκε κάθε κατηγορία, επικαλούμενος την ασθένειά του σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αλλά χωρίς όφελος.

Μετά από αυτό η φήμη του στη Βενετία άρχισε να φθίνει. Γύρω στο 1740, οι προτιμήσεις των Βενετών είχαν αλλάξει και  μουσική του ήταν εκτός μόδας. Πήγε στη Βιέννη, ελπίζοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον του Αυστριακού αυτοκράτορα, αλλά η αυλή του τον αγνόησε σε μεγάλο βαθμό.
Γέρος και άρρωστος, υπέκυψε σε "εσωτερική φλεγμονή" και πέθανε στη Βιέννη στις 28 Ιουλίου του 1741, σχετικά φτωχός. Η κηδεία του ήταν απλή, με μία μοναδική κωδωνοστοιχία απόρου, έξι συνοδούς να κρατούν το κάλυμμα του φερέτρου και μία χορωδία έξι αγοριών να τραγουδούν την Ακολουθία εις Κεκοιμημένους (Requiem).

Εν αντιθέσει προς την ποσότητα του έργου του Βιβάλντι - 450 περίπου κοντσέρτα και 45 όπερες μεταξύ άλλων - και παρά τον ενθουσιασμό του να το πουλήσει στο κοινό, μόνο ένα μικρό μέρος της παραγωγής του εκδόθηκε όσο ζούσε. Το υπόλοιπο έργο του ανακαλύφθηκε μετά το θάνατό του και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές.

Το ύφος και η χαρούμενη διάθεσή του, συνδυασμένη με την καινοτόμο προσέγγισή του στη μουσική της εποχής του Μπαρόκ, συνετέλεσαν στη δημιουργία ορισμένων σπινθηροβόλων συνθέσεων. Η ζωντάνια της μουσικής του Βιβάλντι μας μεταφέρει πίσω στην πλούσια και γεμάτη χρώμα ζωή της Βενετίας του 18ου αιώνα.



Σχόλια