Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Γιόχαν Στράους II - ο βασιλιάς του βαλς

Ο Γιόχαν Στράους ΙΙ το 1887 σε ηλικία 62 χρονών, στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του. Η ρωμαλέα, αστραφτερή φυσιογνωμία του τον κατέστησε είδωλο των χορευτικών κέντρων ολόκληρης της Ευρώπης για 40 περίπου χρόνια. Εδώ φοράει με περηφάνεια μερικά από τα πολλά παράσημα που του απένειμαν οι θαυμαστές του, κρατικοί άρχοντες για τους οποίους έπαιζε.

Ο Γιόχαν Στράους γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1825 από μια οικογένεια που παρήγαγε έναν αξιόλογο αριθμό μουσικών. Ο πατέρας του Στράους, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Γιόχαν Στράους, υπήρξε ο πιο σεβαστός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας στη Βιέννη, και ήταν διάσημος για τα βαλς του. Ο νεαρός "Σάνι", όπως τον αποκαλούσαν στην οικογένειά του, έδειξε πως ήταν προορισμένος να ακολουθήσει τα βήματά του, αλλά παραδόξως, ο πατέρας του έκανε ότι μπορούσε για να τον αποτρέψει.
H υπερπολυτελής κατοικία του Στράους στο
πλούσιο προάστιο της Βιέννης Λέομπερσντορφ.
Οι πυργίσκοι και η μεγαλοπρεπής σκάλα του
αντανακλούν την πληθωρική προσωπικότητά
του.

Έτσι έστειλε τον Γιόχαν να δουλέψει σε μια τράπεζα. Εκείνος, που μισούσε αυτή τη δουλειά, άρχισε κρυφά μαθήματα βιολιού. Και ο πατέρας του, του έδωσε την τέλεια δικαιολογία για να εγκαταλείψει την τράπεζα, όταν το 1842 εγκατέλειψε τη μητέρα του Στράους, για να ζήσει με την ερωμένη του.

Ο δρόμος προς την επιτυχία

Ο 17χρονος Στράους αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υποστηρίξει τη μητέρα του, εφόσον εκείνη ήταν η μόνη που τον ενθάρρυνε στις μουσικές σπουδές του. Στα δεκαεννιά του είχε ήδη σχηματίσει τη δική του ορχήστρα και διαπραγματευόταν συμβόλαια με τις χορευτικές αίθουσες της Βιέννης.
Έξαλλος ο πατέρας του απείλησε με αποκλεισμό τις αίθουσες που θα προσλάμβαναν το γιο του. Παρόλα αυτά ένα ίδρυμα τον δέχτηκε, αψηφώντας με γενναιότητα τις απειλές, και το ντεμπούτο του νεαρού Στράους είχε άμεση επιτυχία.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Στράους έγινε ένας σοβαρός ανταγωνιστής του πατέρα του, ο οποίος του πρότεινε να συγχωνεύσουν τις ορχήστρες τους, πιθανόν για να αποφύγει τον ανταγωνισμό. Ο νεαρός Στράους, με την αυτοπεποίθηση της αυξανόμενης φήμης του, απέρριψε σοφά αυτήν την προσφορά.

Το 1849 ο πατέρας Στράους πέθανε, γεγονός που επηρέασε πολύ τον 24χρονο Γιόχαν. Δεν ήταν απλώς η απώλεια, εφόσον οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ θερμές, αλλά η ερωμένη του πατέρα του εγκατέλειψε τον νεκρό, αφήνοντας στον Στράους τη φροντίδα του πτώματος.
Ο Στράους δεν πολυσυνήθιζε να παίζει επαγγελματικά σε
σαλόνια ιδιωτών. Στο πορτρέτο αυτό απεικονίζεται σε
σε ηλικία 70 περίπου ετών, σε ένα ιδιωτικό κοντσέρτο
σε φιλικό του κύκλο.

 Στο σημείο αυτό ο Στράους συγχώνευσε την ορχήστρα του πατέρα του με τη δική του, και ξεκίνησε μια σειρά περιοδειών στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Πολωνία. Η δημοτικότητά του ήταν τόσο μεγάλη ώστε συχνά προγραμμάτιζε ταυτόχρονα κοντσέρτα στην ίδια πολύ το ίδιο βράδυ. Για να προφτάσει έτρεχε από το ένα μέρος στο άλλο για να παίξει ή να διευθύνει ένα σύντομο κομμάτι σε καθένα. Η πιο αποτελεσματική διαφήμιση για μια αίθουσα την εποχή εκείνη ήταν η αναγγελία ότι, "Ο Στράους παίζει απόψε εδώ!".

Τελικά το 1853 η υγεία του κατέρρευσε από την ένταση και κατέφυγε στο ορεινό θέρετρο Μπάντγκασταϊν για ανάρρωση. Επειδή του ήταν αδύνατο να ακυρώσει επικερδείς συμφωνίες, έπεισε τον αρχιτέκτονα αδελφό του Γιόζεφ, να τον αντικαταστήσει στη διεύθυνση της ορχήστρας. Ο Γιόζεφ, ολοκληρωμένος μουσικός και ο ίδιος, δέχτηκε απρόθυμα, αλλά τελικά απολάμβανε τόσο πολύ τη δουλειά και έγινε τόσο δημοφιλής, που δεν ξαναγύρισε ποτέ στο σχεδιαστήριό του. Αυτό αποδέσμευσε τον Στράους ώστε να δεχτεί το πλήθος των προσκλήσεων που εκκρεμούσαν για παραστάσεις στο εξωτερικό.

O συνθέτης μαζί με την πρώτη  
του σύζυγο Ενριέτα, "Τζέτι"
Σαλουπέτσκι
Το 1862 ο Στράους παντρεύτηκε για πρώτη φορά. Η γυναίκα του, μια τραγουδίστρια κοντσέρτων, 10 τουλάχιστον χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν για πολλά χρόνια ερωμένη ενός τραπεζίτη και είχε ήδη επτά παιδιά. 

Αλλά η Ενριέτα, "Τζέτι" Σαλουπέτσκι ήταν μια εκθαμβωτική, εύθυμη οικοδέσποινα και ταίριαζε απόλυτα με τον συναρπαστικό τρόπο  ζωής του Στράους των σπινθηροβόλων κοντσέρτων και των διασκεδάσεων.

Ευτυχής ανάθεση

Ο Στράους βρισκόταν στον κολοφώνα της επιτυχίας του στη Βιέννη, όταν μια ανάθεση από τη Χορωδιακή Εταιρία Αρρένων της Βιέννης, τον οδήγησε στη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού βαλς, Στον Ωραίο Γαλάζιο Δούναβη. Η πρώτη του παρουσίαση στις 15 Φεβρουαρίου του 1867 καθιέρωσε τη φήμη του. Ακολούθησε μια πρόσκληση να παίξει στο Παρίσι.

Εκεί γνώρισε τον Βρετανό Πρίγκιπα της Ουαλίας, τον μελλοντικό Εδουάρδο VII, ο οποίος τον κάλεσε στο Λονδίνο να διευθύνει στις συναυλίες Περιπάτου. Επιβεβαιώνοντας την ικανότητά του για σκληρή δουλειά, ο Στράους διηύθυνε 63 συνολικά συναυλίες το 1869. Αγάπησε τόσο την Αγγλία ώστε διακόσμησε το σπίτι του στη Βιέννη, σύμφωνα με το αγγλικό στιλ της εποχής.

Τον επόμενο χρόνο ο Στράους συνετρίβη από τον πρόωρο και βίαιο θάνατο του Γιόζεφ. Ο αδελφός του είχε αρνηθεί να παίξει για κάποιους Ρώσους στρατιώτες που τον ξύπνησαν μέσα στη νύχτα για αυτό το λόγο. Πέθανε μετά από άγριο ξυλοδαρμό.

Η Αντέλε Στράους, η τρίτη σύζυγος του
συνθέτη, που την παντρεύτηκε το 1886 
σε ηλικία 61 χρονών.
Αλλαγή ενδιαφερόντων

Το 1870 ο Στράους ενδιαφέρθηκε για την οπερέτα, το ελαφρό μουσικό δράμα, που είχε παρακολουθήσει κατά τη διαμονή του στο Παρίσι. Οι πρώτες απόπειρές του απέτυχαν γιατί οι λιμπρετίστες του ήταν ανάξιοι, αλλά στη συνέχεια συνέθεσε ένα έργο που τον ικανοποίησε, Ο Ιντιγκο και οι Σαράντα Κλέφτες. Παίχτηκε σε ένα κατάμεστο θέατρο για πρώτη φορά, το Φεβρουάριο του 1874.

Τα επόμενα χρόνια οι τιμές συνεχίστηκαν για τον Στράους, τόσο στη Βιέννη όσο και στο εξωτερικό, και η ζήτηση του να διευθύνει σε περιοδείες ανά τον κόσμο ήταν σταθερή. 

Παρόλο που ταξίδευε πολύ, επέστρεφε πάντα στη Βιέννη όπου περνούσε τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του παίζοντας μπιλιάρδο ή χαρτιά, συνήθως με άλλους καθιερωμένους συνθέτες όπως ο Μπραμς.

Το 1878 πέθανε η γυναίκα του και μέσα σε δύο μήνες ο 53άχρονος Στράους παντρεύτηκε την 28άχρονη Αγγέλικα Ντίτριχ. Ο γάμος αυτός αποδείχτηκε καταστροφικός. Χώρισαν τέσσερα χρόνια αργότερα. Το 1886, βρήκε τελικά την ευτυχία στην Αντέλε, κόρη του οικονομικού του συμβούλου.

Τον Μάιο του 1899, ένα κρυολόγημα εξελίχθηκε σε διπλή πνευμονία. Ο Στράους αρνήθηκε να αραιώσει το επίπονο πρόγραμμά του. Ακόμη και στο κρεβάτι συνέχισε να συνθέτει, κυρίως το μοναδικό του μπαλέτο, την Cinderella, που δεν το τελείωσε. Πέθανε στον ύπνο του στις 3 Ιουνίου σε ηλικία 74 χρονών και τάφηκε στη Βιέννη κοντά στους Μπραμς, Σούμπερτ και Μπετόβεν.



Σχόλια