Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Μότσαρτ - Κοντσέρτο για κόρνο και ορχήστρα σε Μι ύφεση μείζονα, Αρ.2, Κ417

Την εποχή κατά την οποία ο Μότσαρτ εργαζόταν ως ανεξάρτητος μουσικός στη Βιέννη στις αρχές του 1780, συνέθεσε το πρώτο του κοντσέρτο για κόρνο. Έδωσε στο όργανο αυτό μια πλεονεκτική θέση, τοποθετώντας το στο επίκεντρο μιας πλήρους ορχήστρας και άνοιξε με αυτόν τον τρόπο το δρόμο για την προβολή του κόρνου σε άλλα κοντσέρτα διαφόρων συνθετών.

Το κόρνο διαθέτει ένα αρκετά περιορισμένο φάσμα, αλλά ο Μότσαρτ εξερευνά τις δυνατότητές του, αντιπαραβάλλοντας τις στο φόντο μιας πλήρους ορχήστρας. Είναι γνωστό άλλωστε πως διέθετε ένα μοναδικό τρόπο να κάνει τη μια μελωδία να αναβλύζει μέσα από την άλλη, με μια ανεξάντλητη φαντασία.

Κάθε μελωδία είναι δεξιοτεχνικά εναρμονισμένη με το χαρακτήρα του οργάνου της. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις δύο αντιπαραβαλλόμενες μελωδίες στο εναρκτήριο μέρος αυτού του κοντσέρτου. Η μελωδία που εκφράζει τον ατομικό χαρακτήρα του κόρνου, με την παχιά, στρογγυλή τονικότητά του, τοποθετείται αντίκρυ σε εκείνη των εγχόρδων. Το εναρκτήριο θέμα των εγχόρδων είναι κατηγορηματικό, άμεσο και σθεναρό. Όταν το κόρνο εισάγει τη δική του μελωδία, είναι ευδιάκριτα πιο χαριτωμένο και στοχαστικό, καθώς δελεάζει την υπόλοιπη ορχήστρα να το ακολουθήσει σε σκοτεινότερες σφαίρες.

Μέρη:

Ι. Allegro maestoso

Τα έγχορδα ανοίγουν το Allegro maestoso με μια πλατιά μελωδία που οδηγεί σε ένα δεύτερο θέμα. Τα ξύλινα πνευστά ακούγονται καθαρά. Το κόρνο εμφανίζεται με μια νέα μελωδία η οποία διακοσμείται από τα έγχορδα στο φόντο. Ακολουθεί μια άλλη μελωδία του κόρνου - αυτή τη φορά τα βιολιά και το κόρνο την παίζουν μαζί. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός μάλλον ασυνήθιστου τόνου. Η καθησυχαστική είσοδος ολόκληρης της ορχήστρας οδηγεί σε τρεις μακριές νότες του κόρνου, οι οποίες επαναφέρουν τη μουσική στα εναρκτήρια θέματα.


ΙΙ. Andante

Μια αργή ορχηστρική εισαγωγή ανοίγει το Andante οδηγώντας στο εναρκτήριο σόλο. Εδώ το κόρνο βρίσκεται στην πιο λυρική του διάθεση. Η μουσική είναι εκφραστική, χωρίς ποτέ να υπερβαίνει τον απαλότατο τόνο, ενώ η απλή εναλλαγή των δύο θεμάτων χαρίζει ομορφιά στο κομμάτι.


ΙΙΙ. Rondo

Το Rondo προβάλλει ένα επανερχόμενο θέμα που διανθίζεται από άλλα θέματα και ιντερλούδια. Ο ρυθμός είναι φωτεινός και λικνιστικός. Η ορχήστρα επαναλαμβάνει τη μελωδία του εναρκτήριου κόρνου, την οποία ακολουθεί αμέσως μια δεύτερη μελωδία. Η ιδέα διευρύνεται, η μουσική σταματά και το πρώτο θέμα ξαναπαίζεται. Επαναλαμβανόμενες νότες του κόρνου οδηγούν την ορχήστρα σε ένα σκοτεινότερο σημείο, αλλά όχι για πολύ. Η μουσική επιστρέφει στην εναρκτήρια μελωδία, ενώ ένα άλλο ιντερλούδιο οδηγεί σε μια μάλλον περίεργη παραλλαγή της ίδιας μελωδίας. Η μελωδία διστάζει και σταματά δύο φορές, αλλά τελικά η μουσική επιταχύνεται και η εναρκτήρια μελωδία ακούγεται άλλη μια τελευταία φορά.



Σχόλια