Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Μότσαρτ - η ανήσυχη μεγαλοφυΐα

Η αισιοδοξία και η γαλήνη της μουσικής του Μότσαρτ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με μια ζωή που τη μάστιζαν τα χρέη και μία ανίατη ανησυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ένα παιδί θαύμα. Γεννημένος στις 27 Ιανουαρίου του 1756, έπαιζε χωρίς δυσκολία όποια μελωδία άκουγε στο πιάνο στα τρία του χρόνια, βιολί στα τέσσερά του και συνέθετε μουσική την εποχή που έδωσε το πρώτο του δημόσιο κοντσέρτο, δηλαδή όταν ήταν πεντέμισι χρονών.
Μια ακουαρέλα της εποχής, παρουσιάζει τον
Μότσαρτ να παίζει με τον πατέρα του και την
αδερφή του Ανν-Μαρί στον κήπο του σπιτιού
των παιδιών του χρόνων στο Σάλτσμπουργκ.


Η ζωή του ήταν γεμάτη μουσική. Ακόμη και στα παιχνίδια του ο νεαρός Βόλφγκανγκ συνήθιζε να κινείται από δωμάτιο σε δωμάτιο, στη ζωηρή μελωδία ενός εμβατηρίου. Στα δώδεκά του χρόνια είχε γράψει τρεις όπερες, έξι συμφωνίες και εκατοντάδες άλλα έργα.

Ευρωπαϊκές περιοδείες

Ο πατέρας του Μότσαρτ, ο Λέοπολντ, ήταν συνθέτης και δεξιοτέχνης βιολονίστας στην υπηρεσία του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ. Κατάλαβε ότι το εξαιρετικό ταλέντο του Βόλφγκανγκ μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη και οργάνωσε περιοδείες στην Ευρώπη, για να επιδείξει το μοναδικό μουσικό χάρισμα του γιου του και να του εξασφαλίσει ένα ανεξάρτητο μέλλον.

Από έξι χρονών και για έντεκα ολόκληρα χρόνια ο Μότσαρτ περιόδευε στην Ευρώπη. Η αδελφή του Ανν-Μαρί, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν ταλαντούχος τσεμπαλίστα. Τα δύο παιδιά
επιδείκνυαν το ταλέντο τους σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σε όλους τους μεγάλους οίκους της Ευρώπης.

Ο Μότσαρτ έπαιξε για τους περισσότερους εστεμμένους της εποχής, όπως ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Γ΄. Στο Λονδίνο τα πλήθη πλήρωναν πολύ ακριβά για να τον δουν να παίζει και διασκέδαζαν με τα τεχνάσματά του, όπως για παράδειγμα εκτελέσεις για τέσσερα χέρια στο τσέμπαλο με την Ανν-Μαρί, με τα πλήκτρα καλυμμένα με ύφασμα.

Αυτή η αφύσικη ζωή των αδιάκοπων μετακινήσεων είχε τον αντίκτυπό της στην υγεία και στην προσωπικότητα του Μότσαρτ. Πιο μικρόσωμος και πιο αδύνατος από τα παιδιά της ηλικίας του υπήρξε πάντα ασθενικός, έζησε με την απειλή της αρρώστιας και προσβλήθηκε από τύφο που τον κατεδίωξε σε όλη του τη ζωή.

Η εύθυμη διάθεσή του τον έκανε δημοφιλή κι ένιωθε αμέσως άνετα με τους ανθρώπους που πρωτογνώριζε. Αλλά επειδή βρισκόταν σε διαρκή μετακίνηση είχε πολύ λίγες ευκαιρίες να δημιουργήσει στενότερες σχέσεις και δεν απέκτησε ποτέ πραγματικούς φίλους.

Ο νεαρός Μότσαρτ ανάμεσα σε ευγενείς
Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ο αγαπημένος της Ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Τον αντάμειβαν με πλήθος δώρων για τις ερμηνείες τους, συχνά με δικές του συνθέσεις.

Ο Μότσαρτ επέστρεψε στην πατρίδα του το 1773, όπου και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια, πριν ξεκινήσει για μια περιοδεία στη Γερμανία. Μετά από παράκληση του Λέοπολντ, τον συνόδευσε η μητέρα του και κατόρθωσε να αποσπάσει την προσοχή του από την Αλοΐσια Βέμπερ. Εκείνη ήταν μια δεκαεξάχρονη σοπράνο, την οποία ο Μότσαρτ συνάντησε στα εικοσιένα του στο Μάνχαϊμ. Την ερωτεύτηκε και αν δεν είχε επέμβει η μητέρα του, θα είχε εγκαταλείψει την περιοδεία και το μέλλον του και θα την είχε ακολουθήσει.

Ταξίδεψε στο Παρίσι όπου δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Ο Μότσαρτ δεν ήταν πλέον το αξιοθαύμαστο παιδί βιρτουόζος του πιάνου και άλλωστε η προσοχή του κοινού ήταν στραμμένη στη μακροχρόνια διαμάχη ανάμεσα στους συνθέτες Γκλουκ και Πουτσίνι. Έτσι, όταν η μητέρα του πέθανε τον Ιούλιο του 1777, δέχθηκε μια μόνιμη απασχόληση ως οργανίστας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ και επέστρεψε στην πατρίδα του.

Γάμος στη Βιέννη

Δεν παρέμεινε για πολύ. Ο Μότσαρτ βρήκε τους περιορισμούς ανυπόφορους και παραιτήθηκε. Ο εξαγριωμένος Αρχιεπίσκοπος, έξαλλος για την απώλεια ενός υπαλλήλου με τέτοιο γόητρο, έβαλε τους υπηρέτες του να τον πετάξουν κυριολεκτικά έξω από το παλάτι του. Ο Μότσαρτ πήγε στη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της μητέρας της Αλοΐσια Βέμπερ.

Η Αλοΐσια ήταν τώρα παντρεμένη και έτσι το ενδιαφέρον του Μότσαρτ στράφηκε στην αδερφή της Κονστάντσε.

Παρά τις αντιρρήσεις του Λέοπολντ, παντρεύτηκαν το 1782 και υπήρξαν σχετικά ευτυχείς. Η σχέση τους δεν ήταν παθιασμένη, αλλά και οι δυο τους ήταν εύθυμοι χαρακτήρες και έκαναν καλή συντροφιά. Οι υποψίες για τις ερωτικές περιπέτειες του Μότσαρτ αντισταθμίζονταν από τις φήμες ότι το τελευταίο από τα έξι παιδιά τους δεν ήταν δικό του, αλλά από την αλληλογραφία του φαίνεται ότι ήταν αφοσιωμένος και ότι επιθυμούσε χωρίς αμφιβολία την Κονστάντσε όταν βρισκόταν μακριά της.
Πίνακας με το πορτρέτο της Κονστάντσε Βέμπερ
Η Κοντσάντσε Βέμπερ για την οποία 
ο Μότσαρτ είπε: 
"Η καλλονή της βρίσκεται 
σε 
δύο μικρά μαύρα μάτια και στη χαριτωμένη 
μορφή της. 
Δεν έχει πνεύμα, αλλά διαθέτει
αρκετό κοινό νου ώστε να εκπληρώνει 
τα καθήκοντά 
της ως σύζυγος και μητέρα."


Ο Μότσαρτ αμείβονταν πολύ καλά για την εποχή του. Έπαιρνε αμοιβές για συνθέσεις, ερμηνείες και για μαθήματα. Από τους τρεις πλουσιότερους μαθητές του κέρδιζε 700 γκούλντεν (χρυσό γερμανικό νόμισμα) το χρόνο. Αλλά ούτε ο ίδιος ούτε η Κονστάντσε είχαν την παραμικρή ιδέα πώς να διαχειριστούν τα οικονομικά τους και έτσι ποτέ δεν είχαν χρήματα.

Η ανυπομονησία ήταν άλλο ένα από τα προβλήματα του Μότσαρτ. Δεν μπορούσε ποτέ να μείνει για πολύ σε ένα μέρος κι αισθανόταν διαρκώς την ανάγκη να αλλάζει περιβάλλον. Σε διάρκεια ενός έτους άλλαξε κατοικία εννέα φορές.

Του ήταν αναγκαία μια θέση στην Αυλή, επειδή θα του προσέφερε την προστασία και τη σταθερότητα που θα εξασφάλιζαν τη διαβίωσή του. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το 1787. Ο Αυτοκράτορας Ιωσήφ ο Β΄ θαύμαζε το έργο του Μότσαρτ, αλλά η αυλή του ευνοούσε τον αντίζηλό του, τον Ιταλό συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι. Ο Μότσαρτ απογοητεύτηκε βαθιά όταν ο αυτοκράτορας διόρισε τον Σαλιέρι διευθυντή της βασιλικής ορχήστρας, ενώ ο ίδιος έπρεπε να αρκεστεί στη θέση του αυλικού μουσικού, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν υποχρεωμένος να συνθέτει χορούς και ελαφριά μουσική κατά παραγγελία.



Ο Μότσαρτ σε ηλικία 30 χρονών
Ο Μότσαρτ σε ηλικία περίπου 30 χρονών. 
Οι ταλαιπωρίες της αδιάκοπης ασθένειας, 
άφησαν τη σφραγίδα τους στη μορφή του, 
ώστε να δείχνει ακόμα και 20 χρόνια
  μεγαλύτερος.


Σκληρή ανέχεια

Ο Μότσαρτ ξανάγινε ανεξάρτητος μουσικός αποδεχόμενος οτιδήποτε του παρουσιαζόταν.

Στα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του, μέσα σε εξαιρετική ανέχεια και χρέη, ο Μότσαρτ δημιούργησε μερικά από τα πιο όμορφα έργα του, όπως είναι ο Ντον Τζοβάνι και ο Μαγικός Αυλός.

Το φθινόπωρο του 1791, ο Μότσαρτ ήταν πολύ άρρωστος και έμεινε στο κρεβάτι μέχρι τις 20 Νοεμβρίου. Την 1η Δεκεμβρίου διορίστηκε μουσικός διευθυντής στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Στεφάνου της Βιέννης, γεγονός ικανό να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα για πάντα. Ήταν όμως πολύ αργά. 

Πέθανε τέσσερις μέρες αργότερα.

Έχουν περιγράψει τον Μότσαρτ ως τον άνθρωπο που υπήρξε "ενήλικος στα παιδικά του χρόνια και παιδί στην ενήλικη ζωή του". Ήταν ανίκανος να αναπτύξει μια προσωπικότητα ικανή να επιτύχει μια ευτυχισμένη ή ολοκληρωμένη ζωή, αλλά ανεξήγητο πώς, όλη αυτή η θαυμάσια μουσική ξεπηδούσε αυθόρμητα σχεδόν από μέσα του. Υπήρξε μια από τις δημιουργικότερες μεγαλοφυΐες που εμφανίστηκαν ποτέ.


Σχόλια