Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ - Μουσική για το λαό

Ο Χαίντελ νέος ενώ συνθέτει.

Ο Χαίντελ θεωρείται 'Αγγλος συνθέτης μολονότι έζησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του στη Γερμανία, όπου γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 1685, στη Χάλε,  τριάντα περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Λειψίας. Ο πατέρας του ήταν χειρούργος και η μητέρα του κόρη ενός Λουθηρανού πάστορα. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις του νεαρού Γκέοργκ Φρίντριχ, ήταν η διαδρομή ανάμεσα στους καταπράσινους φράκτες, από το σπίτι του, στην ενορία του παππού του.

Ο πατέρας του αποθάρρυνε τα πρώιμα σημάδια του μουσικού του ταλέντου, επειδή πίστευε ότι η μουσική σταδιοδρομία δεν είχε προοπτική. Αλλά το παιδί ήταν αποφασισμένο να μάθει και δε δίστασε να κρύψει ένα κλειδόχορδο στη σοφίτα για να μελετάει. Όταν ο Χαίντελ έγινε 11 χρονών, ο πατέρας του τον πήρε στο Βερολίνο όπου ήταν αυλικός χειρούργος. Ο Εκλέκτωρ Φρίντριχ εντυπωσιάστηκε τόσο από το παίξιμο του Χαίντελ στο εκκλησιαστικό όργανο, ώστε συνέστησε στον πατέρα του να του επιτρέψει να σπουδάσει μουσική.

Το δέλεαρ του ταξιδιού

Παρόλα αυτά ο Χαίντελ εκπλήρωσε την επιθυμία του πατέρα του να σπουδάσει νομικά. Άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Χάλε το 1702 αλλά ένα μόλις χρόνο αργότερα σαγηνεύτηκε από την εύρωστη πολιτιστική ζωή του Αμβούργου. Σύντομα βρήκε δουλειά ως βιολονίστας και τσεμπαλίστας στην Όπερα του Αμβούργου και ως δάσκαλος μουσικής των παιδιών του Βρετανού πρέσβη. Συνεργάστηκε επίσης με έναν άλλο νεαρό λάτρη της περιπέτειας, τον Γιόχαν Μάτεσον. 

Το σπίτι του Χέντελ στο Λονδίνο, όπου
έζησε από το 1725 μέχρι το θάνατό του
το 1759. Μεταξύ των πολλών έργων που
συνέθεσε εδώ είναι και ο Μεσσίας.
Η φιλία τους δεν τους εμπόδισε να διεκδικήσουν και οι δύο την περίοπτη θέση του οργανίστα στο Λίμπεκ, όπου ο μόνιμος μουσικός, ο Μπουξτεχούντε, επρόκειτο να αποσυρθεί. Όταν όμως ανακάλυψαν ότι ένας από τους όρους πρόσληψης, ήταν ο γάμος με την άσχημη κόρη του Μπουξτεχούντε, επέστρεψαν αμέσως στο Αμβούργο.

Ο Χαίντελ όμως ήταν φιλόδοξος. Τον ενδιέφερε η όπερα και η Ιταλία ήταν ο ιδανικός τόπος για το νεαρό φιλόδοξο συνθέτη. Στο Αμβούργο είχε γνωρίσει διάφορους Ιταλούς αριστοκράτες, οι οποίοι τον σύστησαν στους κατάλληλους ανθρώπους όταν έφθασε στην Ιταλία το 1706, σε ηλικία 21 χρονών.

Ο Χαίντελ ήταν από την αρχή δημοφιλής στην Ιταλία. Ήταν πνευματώδης και έγινε διάσημος στους μουσικούς κύκλους τόσο για τις κοινωνικές αρετές του όσο και για τη μουσική του. Αγαπούσε την ιταλική όπερα για το τολμηρό τραγούδι της, τα πλούσια κοστούμια της και τον ευφάνταστο σκηνικό εξοπλισμό της. Η πρώτη του απόπειρα να συνθέσει εκεί στο οπερετικό ύφος είχε τεράστια επιτυχία και τα επόμενα τρία χρόνια παρήγαγε τη μια όπερα μετά την άλλη.

Το 1709 ο Χαίντελ επέστρεψε στη Γερμανία, όταν του προσφέρθηκε η θέση του Μουσικού Διευθυντή στον Εκλέκτορα του Ανόβερου, ο οποίος ήταν επίσης διάδοχος της γηραιάς Βασίλισσας 'Αννας της Αγγλίας.

Ο συνθέτης αξιοποίησε πλήρως τη σχέση αυτή με την Αγγλία όταν επισκέφθηκε τη χώρα για πρώτη φορά το 1710. Αντιλήφθηκε ότι η δημοτικότητα της όπερας μεγάλωνε εκεί και αποφάσισε να μείνει. Ο Χαίντελ ανακάλυψε επίσης ότι η οργάνωση της παραγωγής της όπερας ήταν πολύ κακή. Οργάνωσε λοιπόν ένα θίασο όπερας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Χέιμαρκετ του Λονδίνου. Εκεί έγραφε και παρουσίαζε σταθερά μια ή δύο όπερες το χρόνο για τα επόμενα 20 χρόνια.

Ένας καινούριος εργοδότης

Εν τω μεταξύ η γηραιά Βασίλισσα είχε πεθάνει και ο εργοδότης του Χαίντελ από το Ανόβερο έγινε ο Γεώργιος ο Α΄ της Αγγλίας, το 1714. Η θέση του συνθέτη στην αυλή εξασφαλίστηκε και έγινε στενός φίλος του νέου Βασιλιά. Ο Γεώργιος ο Α΄ του ζητούσε να συνθέτει τη μουσική για τις βασιλικές επετείους τόσο συχνά ώστε κατέληξε να είναι έστω και ανεπίσημα ο Αρχιμουσικός του Βασιλιά.

Ο Χαίντελ αγαπούσε την καλή ζωή. Όντας αφοσιωμένος στη μουσική του αποφάσισε να μην παντρευτεί. Σχετίστηκε πάντως με διάφορες γυναίκες, συνήθως τραγουδίστριες που προσλάμβανε για τις όπερές του. Το πάθος του για το φαγητό αποτελούσε θέμα συζητήσεων στα εστιατόρια του Λονδίνου, όπου συχνά έτρωγε δύο ή τρία πλήρη γεύματα το ένα μετά το άλλο. Ήταν παχύς και η εύσαρκη μορφή του ήταν ένα γνώριμο θέαμα στην πόλη.

Το 1726, ο Χαίντελ πήρε την αγγλική ιθαγένεια αλλά δε διέκοψε τους συνδέσμους του με τη Γερμανία. Επισκεπτόταν συχνά τη μητέρα του στη Χάλε στη διάρκεια των περιοδειών του στην Ευρώπη. Αλλά η μουσική ήταν γερά ριζωμένη στην αγγλική ζωή. Η αποκορύφωση της επιτυχίας του ήρθε όταν του ανέθεσαν να συνθέσει τέσσερις ύμνους για τη στέψη του Γεωργίου του Β΄ το 1727.

To εσωτερικό της αρχικής Όπερας του Κόβεν Γκάρντεν, με το εκκλησιαστικό όργανο που δώρισε ο Χαίντελ. Οι πρεμιέρες πολλών ορατορίων του πραγματοποιήθηκαν εδώ. Κάηκε εξ΄ολοκλήρου το 1808.









Αλλάζοντας μουσικές προτιμήσεις

Η έντονη ζωή, η διεύθυνση δύο οίκων όπερας και η καθημερινή συνθετική εργασία είχαν τις συνέπειές τους για την υγεία του Χαίντελ, με αποτέλεσμα να υποστεί ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο το 1737, όταν ήταν 52 χρονών. Στη διάρκεια της ανάρρωσής του διαπίστωσε ότι οι μουσικές προτιμήσεις άλλαζαν.

Οι Άγγλοι είχαν κουραστεί να ακούν όπερα σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαιναν και από άτομα που θεωρούσαν αμφίβολης ηθικής. Ο Χαίντελ συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βρει ένα νέο μουσικό ύφος για να συνεχίσει. Έτσι στράφηκε σε ένα νέο είδος έκφρασης, το ορατόριο, μουσικό δράμα που αφηγούνταν ιστορίες από τη Βίβλο - και ξεκίνησε μια νέα σταδιοδρομία.

Ο Χαίντελ βρισκόταν στην κορυφή της δημιουργικότητάς του όταν η όρασή του άρχισε να εξασθενίζει, το 1750. Φοβόταν τόσο την τύφλωση, ώστε άντεξε την οδύνη της χειρουργικής επέμβασης στα μάτια χωρίς αναισθησία, αλλά και χωρίς κανένα όφελος. Το 1752 ήταν σχεδόν τυφλός. Η συνθετική του δραστηριότητα εξασθένισε γρήγορα και στράφηκε σε αγαθοεργίες.

Τα επόμενα επτά χρόνια ζωής που του απέμειναν, ο Χαίντελ οργάνωνε ένα ετήσιο κοντσέρτο συνδρομής του Ορφανοτροφείου του Λονδίνου.

Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν σε ένα κοντσέρτο στις 30 Μαρτίου του 1759. Ήταν πολύ άρρωστος για να παρευρεθεί στην παράσταση της επομένης εβδομάδας και πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή, στις 20 Απριλίου, σε ηλικία 74 χρονών.

Ο Χαίντελ αποτελεί μοναδική περίπτωση συνθέτη που η φήμη του παρέμεινε άσπιλη.
Προσαρμόζοντας τη μουσική του στις μεταβολές των προτιμήσεων, το έργο του ενσωμάτωσε τον ψυχισμό του αγγλικού λαού. Οι συνθέσεις του αποτελούν εθνική παρακαταθήκη κι ακόμη και σήμερα καμιά μεγάλη επέτειος δε θεωρείται ολοκληρωμένη χωρίς τη μεγαλοπρεπή μουσική του Χαίντελ.



Σχόλια