Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Σοπέν - Ο καταραμένος τελειομανής

Πίνακας με πορτρέτο του Σοπέν σε σχετικά νεαρή ηλικία
Ο Σοπέν έζησε μια έντονη συναισθηματική ζωή και επέτρεψε τα συναισθήματά του να εκφραστούν στην κομψότητα και το περίτεχνο ύφος της μουσικής του.


Ο Φρεντερίκ Σοπέν εμφάνισε το μουσικό του ταλέντο σε πολύ νεαρή ηλικία. Γεννήθηκε στην Πολωνία την 1η Μαρτίου του 1810, γιος Γάλλου μετανάστη δασκάλου. Η οικογένειά του ήταν καλλιτεχνική κι έτσι η ικανότητά του να συνθέτει μουσική στο πιάνο σε ηλικία έξι ετών δεν προκάλεσε έκπληξη.

Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου όταν ήταν επτά χρονών κι έδειξε τέτοιο ταλέντο, ώστε τον προσκαλούσαν να παίξει στις ιδιωτικές τους συναθροίσεις διακεκριμένες οικογένειες της Βαρσοβίας. Έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο στο πιάνο στα οκτώ του χρόνια.

Πρώτη αγάπη

Από τα παιδικά του χρόνια ήταν ασθενικός και γι΄αυτό ο πατέρας του τον έστελνε τα καλοκαίρια στην εξοχή κοντά στη Βαρσοβία, να δυναμώσει στον καθαρό της αέρα. Εκεί αγάπησε τη μουσική των χωρικών και σε πολλές από τις πρώιμες συνθέσεις του εμφανίζεται η επίδραση αυτών των δημοτικών μελωδιών.
Σκίτσο όπου απεικονίζεται το σπίτι του Σοπέν στο χωριό Ζελαζοβα Βόλα
Η κατοικία στη Ζελαζόβα Βόλα, ένα              
χωριό στην επαρχία κοντά στη Βαρσοβία,          
όπου μεγάλωσε ο Σοπέν ανάμεσα στα           
ταλαντούχα και καλλιτεχνικά μέλη          
της οικογένειάς του.          
Στα δεκάξι του ο πατέρας του τον έγραψε στο Ωδείο της Βαρσοβίας, όπου ο δάσκαλος του αναγνώρισε τη μοναδική ιδιοφυία του και τον έστειλε στη Βιέννη για να διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες.

Επέστρεψε στη Βαρσοβία όπου ερωτεύθηκε την Κωνστάντσια Γκλαντόβσκα, μια νεαρή σπουδάστρια της ωδικής, τον Σεπτέμβριο του 1829. Στη διάρκεια αυτού του ειδυλλίου ο Σοπέν εμπνεύστηκε από τη μουσικότητα της ανθρώπινης φωνής και μετέφερε την αγνότητα και τη μελωδικότητά της σε πολλές από τις πιανιστικές του συνθέσεις.

Ο Σοπέν ήταν δημοφιλής στη Βαρσοβία. Ήταν καλός κι ευγενικός, με μια άμεση αίσθηση του χιούμορ, ενώ η χλωμάδα της φθίσης του προσέδιδε μια εξαιρετική γοητεία. Με την εκθαμβωτική δεξιοτεχνία του στο πιάνο, ανταποκρινόταν στη διαδεδομένη ιδέα της εποχής για την εύθραυστη ιδιοφυία που σημαδεύεται από το θάνατο.

Η έντονη προσωπικότητά του τον οδήγησε συχνά
 σε απογοητεύσεις. Όταν επισκέφθηκε τη Βιέννη στα 1830, εξοργίστηκε με τη ρηχότητα των μουσικών προτιμήσεων του κοινού. Ακόμη χειρότερα, οι προτιμήσεις των Βιεννέζων είχαν αλλάξει κι ο ίδιος είχε μικρότερη ζήτηση από την προηγούμενή του επίσκεψη. Σε διάρκεια οκτώ μηνών έπαιξε δημόσια μόλις δύο φορές.

Αυτό δεν ήταν απαραίτητα καταστροφικό για τον ευαίσθητο Σοπέν που άλλωστε προτιμούσε τη φιλική συντροφιά, να παίζει σε σπίτια φίλων ή να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μεμονωμένους μαθητές.

Συναισθηματική ανασφάλεια

Η δραματική εξέγερση του Πολωνικού λαού κατά της Ρωσικής εξουσίας το 1830, άλλαξε την πορεία της ζωής του Σοπέν. Βρισκόταν σε περιοδεία στην Ευρώπη και εφόσον δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του, αποφάσισε να πάει στο Παρίσι. Εκεί συνάντησε την οικογένεια των πλούσιων τραπεζιτών Ρότσιλντ που τον σύστησαν στους αριστοκράτες φίλους τους, στα σπίτια των οποίων ο Σοπέν έδωσε πολλά ρεσιτάλ. Η εκλεπτυσμένη συμπεριφορά του και η ευαισθησία του τον έκαναν εξαιρετικά δημοφιλή και εξασφάλισαν τη διαβίωσή του.

Συναισθηματικά ήταν πολύ ανασφαλής. Στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Γερμανία το 1835, όπου επισκέφθηκε κάποιους παλιούς του φίλους από την Πολωνία, ερωτεύτηκε τη δεκαεξάχρονη κόρη τους, Μαρία Βοντζίνσκι. Η μητέρα της εναντιώθηκε σε αυτό το γάμο εξαιτίας της προφανούς κακής υγείας του 25άχρονου Σοπέν.

Πίνακας με το πορτρέτο της Γεωργίας Σάνδη
Η συγγραφέας Γεωργία Σάνδη που υπήρξε επί εννέα χρόνια ερωμένη του Σοπέν.

Γύρισε στο Παρίσι απογοητευμένος, όπου δέχθηκε την πρόταση μίας από τις πιο διαβόητες γυναίκες της γαλλικής πρωτεύουσας. Η συγγραφέας Ζωρζ Σαντ (Γεωργία Σάνδη), που το πραγματικό της όνομα ήταν Ωρόρ Ντυντεβάν, είχε τη φήμη γυναίκας με πλούσια ερωτική ζωή, αδιάφορης για τη γνώμη της ευυπόληπτης κοινωνίας. Ο Σοπέν αρνήθηκε αρχικά τις ερωτικές της προτάσεις.

Εκείνη επέμεινε και τελικά έγιναν εραστές το 1838. Τον ίδιο χειμώνα, ο Σοπέν ταξίδεψε μαζί της και με το γιο της στη Μαγιόρκα όπου το ηπιότερο κλίμα θα βοηθούσε τη φθίνουσα υγεία του. Η σχέση αυτή ήταν πολύ παράξενη και έδωσε αφορμή για διάφορα κουτσομπολιά.

Όταν ο Σοπέν έπαθε μια σοβαρή κρίση φυματίωσης, η Γεωργία Σάνδη τον μετέφερε στο Παρίσι όπου σώθηκε η ζωή του χάρη στους εξαιρετικούς γιατρούς που τον ανέλαβαν. Δεν επρόκειτο ποτέ όμως να ξαναβρεί την υγεία του. Παρόλο που είχε ύψος γύρω στο 1,73 μόλις που ζύγιζε 45 κιλά. Η ερωμένη του έκανε τα πάντα γι΄αυτόν. Το καλοκαίρι τον πήγαινε στην εξοχή όπως παλιότερα στην Πολωνία ο πατέρας του. Εκεί ο Σοπέν διοχέτευε όση ενέργεια του απόμεινε στη σύνθεση. Τον υπόλοιπο χρόνο, στο Παρίσι, ζούσε παραδίδοντας μαθήματα πιάνου.
Το γραφείο της Γεωργίας Σάνδη με δύο καρέκλες
Το γραφείο της Ζωρζ Σαντ στο
υπνοδωμάτιο του εξοχικού της
στη Νοάν. Ο Σοπέν πέρασε εκεί
μαζί της πολλά ευτυχισμένα
καλοκαίρια και συνέθεσε
ορισμένα από τα καλύτερα
έργα του.

Το ειδύλλιο δεν ήταν προορισμένο να διαρκέσει. Τα ενήλικα παιδιά της Γεωργίας Σάνδη γίνονταν όλο και πιο ευερέθιστα απέναντι στο Σοπέν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλη ένταση στη σχέση τους. Όλα τελείωσαν με ένα γράμμα στο Σοπέν τον Ιούλιο του 1847. Εκείνος έπεσε σε κατάθλιψη από την οποία δεν ανέλαβε ποτέ πραγματικά.

Ο Σοπέν επιχείρησε να δημιουργήσει ακόμη μία σχέση, αυτή τη φορά με μια πρώην μαθήτριά του, την Τζέην Στίρλινγκ, η οποία τον κάλεσε σε μια περιοδεία στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1848, αλλά το βάναυσο πρόγραμμα των κοντσέρτων του στο Λονδίνο, καταρράκωσε την υγεία του.

Επέστρεψε στο Παρίσι τον Νοέμβριο σχεδόν ετοιμοθάνατος.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1849 στο παρισινό προάστιο Σαγιώ, όπου στις 17 Οκτωβρίου πέθανε σε ηλικία μόλις 39 ετών. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να παιχτεί στη κηδεία του το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Κηδεύτηκε στις 30 Οκτωβρίου.

Η σύντομη ζωή του συντρίφτηκε από την αρρώστια, την ερωτική απογοήτευση και το καλλιτεχνικό άγχος. Παρόλα αυτά η ευαισθησία του και η δημιουργική ιδιοφυία του ακτινοβολούν μέσα από τη μουσική του. Το σπάνιο χάρισμά του να συνθέτει μελωδίες γεμάτες αισθαντικότητα και η ικανότητά του να ανασύρει από το πιάνο ένα σχεδόν μαγικό φάσμα ψυχικών διαθέσεων, τον τοποθετεί ανάμεσα στους αθανάτους της μουσικής.


Σχόλια