Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Άντον Μπρούκνερ - ένας άντρας ταπεινής καταγωγής

Ο Μπρούκνερ σε προχωρημένη ηλικία, διάσημος κυρίως ως δεξιοτέχνης οργανίστας διεθνούς κύρους.

Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Αυστρίας, ο Άντον Μπρούκνερ παρέμεινε πάντα ντροπαλός, μη νιώθοντας άνετα στην κοσμοπολίτικη Βιέννη, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του. Ήταν ένας απλός ταπεινός άντρας, ιδιαίτερα ευάλωτος στην κριτική. Ωστόσο, υπήρξε ένας αφοσιωμένος, σχεδόν μυστικιστής, χριστιανός και οπωσδήποτε η πίστη του τον στήριξε σε πολλές δύσκολες στιγμές.

Ο Άντον ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς του. Γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1824, στο Άνσφελντεν, ένα χωριό κοντά στο Λιντς. Ο πατέρας του, που ονομαζόταν κι αυτός Άντον, ήταν διευθυντής του τοπικού σχολείου και ιδιαίτερα φτωχός. Η μητέρα του, Τερέζα, ήταν κόρη ενός πανδοχέα. 
Το Λιντς, η πόλη δίπλα στη γενέτειρα του
Μπρούκνερ όπου σπούδασε δάσκαλος.
Τα καθήκοντα ενός διευθυντή σχολείου περιλάμβαναν και την ιδιότητα του οργανίστα, και ο νεαρός Άντον συχνά καθόταν δίπλα στον πατέρα του μπροστά στο όργανο. Το 1834, στην ηλικία των 10 χρόνων, ο Μπρούκνερ αναπλήρωνε συχνά τον πατέρα του στο όργανο της τοπικής εκκλησίας.

Το 1835, καθώς στο μικρό σπίτι τους συνωστίζονταν τόσα παιδιά, ο Μπρούκνερ εγκαταστάθηκε στο σπίτι του νονού του, Γιόχαν Βάις, ενός μουσικού ο οποίος του παρέδωσε τα πρώτα κανονικά μαθήματα μουσικής. 

Τον επόμενο χρόνο, όμως, όταν ο πατέρας του αρρώστησε, ο Μπρούκνερ χρειάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι του για να αναλάβει τα καθήκοντά του και να υποστηρίξει την οικογένειά του - ήταν πάντα ένας ευσυνείδητος γιος.

Άγιος Φλωριανός - το δεύτερο σπίτι του

Όταν τον Ιούνιο του 1837 ο πατέρας του πέθανε, η μητέρα του τον έστειλε στη χορωδία της μονής του Αγίου Φλωριανού. Με περίτεχνα στολισμένους πύργους και παράθυρα, τη γιγάντια βιβλιοθήκη του και τρία εκκλησιαστικά όργανα, ο Άγιος Φλωριανός υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα και επιβλητικότερα μοναστήρια της Αυστρίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Μπρούκνερ αντικαθιστώντας το σπίτι του. Εκεί διδάχτηκε μουσική από τον Άντον Κάτινγκερ, οργανίστα της μονής, και μέσα σε τρία χρόνια έγινε αντικαταστάτης του.

Ο Μπρούκνερ συμμετείχε αρχικά στη χορωδία
της μεγαλύτερης μονής της Αυστρίας, του 
Αγίου Φλωριανού και αργότερα ανέλαβε 
στην ίδια εκκλησία τη θέση του οργανίστα.
Το 1840, μετά από σύντομες μουσικές σπουδές στο Λιντς, ο Μπρούκνερ, αν και ανερχόμενος μουσικός, πήρε μια παράξενη απόφαση. Αποφάσισε να γίνει δάσκαλος όπως και ο πατέρας του. Ήταν μια απόφαση που μαρτυρούσε βαθιά έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Πέρασε με ευκολία τις εξετάσεις για το επάγγελμα του δασκάλου και το 1841 ανέλαβε βοηθός δάσκαλος στο χωριουδάκι Βιντχάαγκ, κοντά στα σύνορα με τη Βοημία.

Ο διευθυντής του σχολείου, όμως, που δεν τον συμπαθούσε, τον ξυπνούσε στις τέσσερις το πρωί καθημερινά για να φτυαρίσει κοπριά. Έτσι, ο Μπρούκνερ ήταν ευτυχής όταν το 1643 τον μετέθεσαν στο Κρόνστορφ, κοντά στον Άγιο Φλωριανό. Δυο χρόνια μετά έγινε βοηθός δάσκαλος στην ίδια τη μονή.

Εκείνη την εποχή, ο Μπρούκνερ ερωτεύτηκε τη Λουίζε Μπόγκνερ, κόρη του γαιοκτήμονα της περιοχής. Έχοντας συνείδηση, όμως, της φτώχειας του και της ασχήμιας του, δεν τόλμησε να εκδηλώσει τα αισθήματά του. Αυτή η δειλία καθόρισε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν όλες οι σχέσεις του με τις γυναίκες κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του. 

Άρχισε να κάνει ερωτικές προτάσεις σε γυναίκες μόνο όταν ήταν μεσήλικας. Και, επειδή απευθυνόταν συνήθως σε νεαρές κοπέλες, εκείνες, όπως ήταν αναμενόμενο, τον απέρριπταν. Πέθανε εργένης και κατά πάσα πιθανότητα παρθένος.
O Μπρούκνερ κέρδισε διεθνή αναγνώριση
ως οργανίστας, παίζοντας, μεταξύ άλλων
στη Βρετανία και τη Γαλλία.

Επιτυχής μουσική σταδιοδρομία

Η μουσική του σταδιοδρομία, πάντως, είχε επιτυχία και ένας θαυμαστής του του χάρισε ένα μεγάλο πιάνο όπου μπορούσε να μελετά. Εκείνη την εποχή θαύμαζε ιδιαίτερα το έργο του Μέντελσον, κάτι που είναι εμφανές στην πρώτη σημαντική σύνθεσή του, στο Ρέκβιεμ σε Ρε ελάσσονα, του 1849. Το 1848, εργάστηκε ως προσωρινός οργανίστας στον Άγιο Φλωριανό και από το 1851 έγινε μόνιμος. Εκείνη τη χρονιά, επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, όπου ο συνθέτης Ίγκνατς Ασμάγερ του δίδαξε το έργο του Μότσαρτ και του Γ.Σ.Μπάχ.

Ο Μπρούκνερ, όμως, παρέμενε ακόμη αναποφάσιστος. Σκέφτηκε να γίνει δημόσιος υπάλληλος ή καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ετοιμάστηκε να δώσει άλλες εξετάσεις. Σε όλη του τη ζωή συνέλεγε διπλώματα και πιστοποιητικά, για να αντισταθμίσει την ανασφάλειά του και την εύθραυστη αυτοπεποίθησή του.

Το 1855 συνάντησε τον Ζίμον Ζέχτερ, που είχε υπάρξει δάσκαλος του Φραντς Σούμπερτ. Εντυπωσιασμένος από το έργο του Μπρούκνερ, ο Ζέχτερ τον παρακίνησε να εγκαταλείψει την απομόνωση του Αγίου Φλωριανού. Απρόθυμα ο Μπρούκνερ έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση του οργανίστα στον Καθεδρικό Ναό του Λιντς. Τα επόμενα 12 χρόνια η διαμονή του μοιραζόταν μεταξύ Λιντς και Βιέννης.

Στο Λιντς η αφοσιωμένη αδελφή του Νάνι φρόντιζε το σπίτι του, στη δε Βιέννη συνέχιζε να σπουδάζει δίπλα στον Ζέχτερ.

Όταν ο Μπρούκνερ παρακολούθησε, το 1863, την πρεμιέρα της όπερας του Βάγκνερ Τανχόιζερ, συγκλονίστηκε. Οι πλούσιες δραματικές αρμονίες του έργου του Βάγκνερ διέθεταν αυτό το στοιχείο που έλειπε από τη μουσική του Μπρούκνερ. Βαθιά επηρεασμένος, άρχισε να συνθέτει τις συμφωνίες που θεωρούνται σήμερα κορυφαία έργα του, με πρώτη τη Συμφωνία αρ.0, το 1864.

Γοητευμένος από τον Βάγκνερ

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Ο Μπρούκνερ συνάντησε τον Ρίχαρντ Βάγκνερ το 1865 και γοητεύτηκε από αυτόν. Από τότε, έγινε γνωστός ως "βαγκνερικός" - γεγονός ατυχές, γιατί ο Βάγκνερ ήταν αντιπαθής σε κάποιους μουσικούς κύκλους της Βιέννης, κι έτσι αυτό είχε αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη του Μπρούκνερ.

Το 1867, μετά από νευρική κρίση, ο Μπρούκνερ πέρασε τρεις μήνες σε σανατόριο. Όταν βγήκε, του προσφέρθηκε η θέση του καθηγητή στο Ωδείο της Βιέννης - θέση που κατείχε ο πρώην δάσκαλός του, Ζέχτερ. Αποδέχτηκε την πρόταση και τον Ιούλιο του 1868, 44 χρονών, εγκαταστάθηκε με την αδελφή του στη Βιέννη, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Η εγκατάσταση στη Βιέννη δεν τον εμπόδισε να ταξιδεύει, καθώς η φήμη του άρχιζε να εξαπλώνεται. Το 1869 θριάμβευσε ως οργανίστας στη Γαλλία και το 1871 στις συναυλίες του στο Royal Albert Hall και στο Crystal Palace του Λονδίνου αποθεώθηκε από ενθουσιώδη ακροατήρια.

Στην πατρίδα του, όμως, δεν είχε την ίδια αντιμετώπιση.

Διεθνής αναγνώριση

Παρά τις δυσκολίες, ο Μπρούκνερ συνέχισε να συνθέτει, γράφοντας τελικά εννιά συμφωνίες καθώς και πολλή εκκλησιαστική μουσική. Το 1878 έγινε κανονικό μέλος του Αυτοκρατορικού Παρεκκλησιού και το 1886  ο Αυτοκράτορας του απένειμε μετάλλιο.

Ακολούθησε διεθνής αναγνώριση και τα έργα του παρουσιάζονταν από το Λονδίνο έως τη Νέα Υόρκη. Παρόλα αυτά, τα κέρδη του ήταν μηδαμινά. Παρέμεινε σχετικά φτωχός, κερδίζοντας σε ολόκληρη τη ζωή του μόνο 50 φλορίνια από μουσικά δικαιώματα.

Όταν ο Μπρούκνερ ήταν πια αδύναμος για να ανεβαίνει στο
διαμέρισμά του στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας
Φραντς Γιόζεφ, του παραχώρησε αυτό το κατάλυμα ενός
φρουρού στο παλάτι Μπελβεντέρε.

Τη δεκαετία του 1890, η υγεία του επιδεινώθηκε σημαντικά και άρχισαν να πάσχουν το συκώτι του, το στομάχι του κι ο λάρυγγάς του. Κατά περιόδους καταλαμβανόταν από μια μορφή θρησκευτικής μανίας, συνέχιζε όμως να συνθέτει και να διδάσκει.

Επειδή δεν μπορούσε πια να ανεβαίνει τα σκαλιά μέχρι το σπίτι του, ο Αυτοκράτορας του παραχώρησε το κατάλυμα ενός φύλακα στο παλάτι Μπελβεντέρε. 


Ο Μπρούκνερ πέθανε εκεί στις 11 Οκτωβρίου του 1896, 72 ετών, και θάφτηκε στο μοναστήρι του αγαπημένου του Αγίου Φλωριανού.


Σχόλια