Η πρώτη μεγάλη δημόσια εμφάνισή του έγινε το Σεπτέμβριο του 1848, την ίδια χρονιά που οι Ούγγροι πρόσφυγες πλημμύριζαν το Αμβούργο, αναζητώντας καταφύγιο από τη βάναυση καταστολή της επανάστασής τους, από τους Αυστριακούς. Ο Μπραμς αγάπησε τη ζωηρόχρωμη λαϊκή μουσική και τους χορούς τους κι εμπνεύστηκε από αυτή διάφορες συνθέσεις, όπως οι
.
Το 1853 γνώρισε ένα ιδιοφυή αλλά μάλλον επιπόλαιο Ούγγρο βιολονίστα, τον Έντουαρντ Ρεμένιϊ, που του πρότεινε να συνεταιριστούν για κάποια περιοδεία. Αυτός γνώρισε τον 10χρονο Μπραμς στο διάσημο βιολονίστα Γιόζεφ Γιοάκιμ, ο οποίος έπεισε τον Βασιλιά του Ανόβερου να ακούσει τον Μπραμς. Ο Γιοάκιμ έστειλε τότε τον Μπραμς με μια συστατική επιστολή το Λιστ, στη Βαϊμάρη. Ο μεγάλος πιανίστας έμεινε έκπληκτος από την ιδιοφυία του νεαρού, όταν έπαιξε στο πιάνο το Scherzo, μια σύνθεση που είχε γράψει ο Μπραμς στα 17 χρόνια του, το 1850.
Ο Μπραμς ήταν πολύ ντροπαλός για να το παίξει ο ίδιος, αλλά δεν υπήρξε το ίδιο γενναιόδωρος σε εγκώμια για τη σονάτα για πιάνο του
. Αργότερα εξομολογήθηκε σε φίλους ότι θεωρούσε τον Λιστ "ασταθή συνθέτη", γεγονός που δικαιολογεί την έλλειψη ενθουσιασμού από μέρους του. Ο γηραιός Λιστ προσβλήθηκε και ο Ρεμένιϊ, βλέποντας μια χρυσή ευκαιρία να απειλείται, διέλυσε τη φιλία του με τον Μπραμς.
Αποκαρδιωμένος ο Μπραμς ζήτησε τη βοήθεια του Γιοάκιμ, εκλιπαρώντας τη συνδρομή του για να "παρουσιάσει κάτι" στους γονείς του από την περιοδεία του. Ο Γιοάκιμ παρακίνησε τον νεαρό φίλο του να επισκεφθεί τον Ρόμπερτ και την Κλάρα Σούμαν στο Ντίσελντορφ. Και οι δυο τους γοητεύτηκαν από το πάθος της μουσικής του Μπραμς και τον χαιρέτησαν ως τον "αναβιώσαντα Μπετόβεν".
Το 1856 ο Σούμαν πέθανε. Η Κλάρα απελπισμένη από το θάνατό του, αναζήτησε συναισθηματική στήριξη στον Μπραμς - εκείνος ήταν περισσότερο από πρόθυμος να γίνει ο στυλοβάτης της.
Το 1857 ο Μπραμς σταθεροποίησε τη θέση του, όταν έγινε Διευθυντής Μουσικής στην Αυλή του Ντέτμολντ, ένα μικρό πριγκιπάτο 100 χιλιόμετρα από το Ανόβερο. Ο Μπραμς ήταν τώρα 24 χρονών, λεπτός, ξανθός κι ευγενικός. Η άτυχη άποψή του για τις γυναίκες, που δημιουργήθηκε τα χρόνια της θητείας του στα πορνεία, τον κράτησε μακριά από αξιόλογες νεαρές κυρίες. Παρόλα αυτά έφτασε κοντά στο γάμο μια ή δύο φορές, με κάποια μέλη μιας γυναικείας χορωδίας που ίδρυσε ο ίδιος στο Αμβούργο το 1859.
Η Μπέρθα Πορούμπσκι, μια τραγουδίστρια από τη Βιέννη, άφησε τον Μπραμς κι επέστρεψε στην πατρίδα της για να παντρευτεί κάποιον άλλο. Ο Μπραμς διατήρησε επαφή μαζί της και συνέθεσε το διάσημο
Νανούρισμα για το πρώτο της παιδί. Μια άλλη απόπειρα με την Αγκάτε φον Ζίμπολντ, κατέληξε χειρότερα. Παρόλο που εκείνη θεωρούσε ότι ήταν αρραβωνιασμένη μαζί του, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να "αλυσοδεθεί" - δηλαδή να την παντρευτεί - αλλά ήταν πρόθυμος να την "πάρει στην αγκαλιά του".
Ήταν όμως γενναιόδωρος και συχνά άφηνε τα δικά του για να βοηθήσει διάφορους νέους συνθέτες, όταν ο ίδιος είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη. Αυτό συνέβη το 1868 με την έκδοση του
Γερμανικού Ρέκβιεμ, που γράφτηκε λίγο μετά το θάνατο της μητέρας του. Είχε ήδη μετακομίσει στη Βιέννη το 1862, και είχε αποκτήσει εκεί φήμη.
Οι φίλοι του, Κλάρα Σούμαν και ο βιολιστής Γιοάκιμ έπαιζαν τις συνθέσεις του στα κοντσέρτα τους. Ο τελευταίος σύστησε τον Μπραμς στους εκδότες του, γεγονός που έκανε το έργο του γνωστό σε ένα κοινό που έψαχνε για έναν νέο Μπετόβεν.
Χρυσή περίοδος
Τα επόμενα 15 χρόνια ήταν μια χρυσή περίοδος για τον Μπραμς. Διορίστηκε Μουσικός Διευθυντής της Φιλαρμονικής Εταιρίας της Βιέννης. Συνέθεσε πολλά από τα μεγάλα έργα του και τελείωσε τη
Συμφωνία αρ.1, που χρειάστηκε 20 χρόνια για να ολοκληρώσει, το 1876. Έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Ευρώπη ως ο μεγαλύτερος ζων Γερμανός συνθέτης.
|
Το δωμάτιο μουσικής του Μπραμς στη Βιέννη. Μετακόμισε στην πόλη το 1862 και έζησε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1897. |
Η ζωή του άρχισε να κυλά ευχάριστα. Συνέθετε το πρωί και συναντούσε τους φίλους του το απόγευμα, σχεδόν πάντοτε στην ίδια Βιεννέζικη ταβέρνα, τον "
Κόκκινο Σκαντζόχοιρο". Τα βράδια ασχολιόταν με τις μουσικές συγκεντρώσεις που γινόταν συνήθως στο σπίτι της Κλάρα Σούμαν. Το 1878, άφησε την πλούσια γενειάδα του που επρόκειτο να γίνει το χαρακτηριστικό του γνώρισμα.
Ταξίδεψε πολύ, ιδιαίτερα στην Ιταλία, η πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της οποίας τον ενέπνευσε σε αρκετά έργα, όπως λ.χ. στο
Κοντσέρτο για Πιάνο αρ.2. Αρνήθηκε επίμονα να επισκεφθεί την Αγγλία καθώς και τις τιμητικές διακρίσεις που του προσέφερε το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Η φαινομενική απαρέσκεια της χώρας αυτής έκρυβε στην πραγματικότητα τη φοβία του για τη ναυτία.
Στα 50 χρόνια του ο Μπραμς άρχισε να κουράζεται. Έγραψε το τελευταίο του ορχηστρικό έργο, το
Διπλό Κοντσέρτο για Βιολί και Τσέλο, το 1887.
Ο θάνατος της Κλάρα Σούμαν το 1896, του έδωσε τη χαριστική βολή. Το γεγονός αυτό και η ανακάλυψη ότι έπασχε από καρκίνο του ήπατος τον οδήγησε στην κατάρρευση και πέθανε στη Βιέννη, στις 3 Απριλίου του επόμενου χρόνου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου