Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Μπετόβεν - τα νεανικά χρόνια

Στα πρώτα χρόνια του Μπετόβεν τα οικογενειακά προβλήματα ήταν πολλά. Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του και ο αλκοολισμός του πατέρα του, έριξαν σε αυτόν όλα τα οικογενειακά βάρη και τη φροντίδα των νεότερων αδελφών του. 

Γεννημένος στη Βόννη της Γερμανίας στις 16 Δεκεμβρίου του 1770, ο Μπετόβεν μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με τη μουσική στο αίμα του και παντού ολόγυρά του. Η Βόννη ήταν τότε ένα πολιτιστικό κέντρο και εδώ ο παππούς του Μπετόβεν - επίσης Λούντβιχ - ήταν Μουσικός Διευθυντής στην Αυλή του Εκλέκτορα (Πρίγκιπα) της Κολωνίας από το 1761. Ο πατέρας του Γιόχαν ήταν ένας μέτριος αυλικός μουσικός, αλλά αρκετά φιλόδοξος κι έτσι ο νεαρός Λούντβιχ άρχισε μαθήματα μουσικής από τα τρία χρόνια του.

Οικογενειακή σύγκρουση

Το αγόρι συγκρουόταν συχνά με τον πατέρα του επειδή προτιμούσε να αυτοσχεδιάζει παρά να μελετά. Ο Γιόχαν δεν ήταν αντίθετος με τη σωματική τιμωρία και με αυτήν την απειλή ο Λούντβιχ συγκεντρωνόταν στις πληκτικές αλλά απαραίτητες κλίμακες. Ο Λούντβιχ έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του σε μια συναυλία στην Κολονία στις 26 Μαρτίου του 1778. Προφανώς επειδή θέλησε να παρουσιάσει το γιο του σαν παιδί θαύμα, όπως ο Μότσαρτ, ο Γιόχαν τον παρουσίασε σαν να ήταν έξι χρονών.

O πατέρας του Μπετόβεν, Γιόχαν.
Ο Γιόχαν ήταν πράγματι μια παθητική και αυτοκαταστροφική φυσιογνωμία. Ποτέ δεν ξεπέρασε την αποτυχία του να διαδεχτεί τον πατέρα του στη μουσική διεύθυνση της αυλής μετά το θάνατό του, το 1773. Εξακολούθησε να εργάζεται εκεί ως δάσκαλος, αλλά έπινε πολύ και αδιάκοπα, δημιουργώντας προβλήματα στην οικογένειά του. Ο σεβασμός του νεαρού Λούντβιχ διοχετευόταν στον νεκρό παππού του και όλη η αφοσίωσή του στη μητέρα του, Μαρία Μαγκνταλένα.

Οι γονείς του Μπετόβεν απέκτησαν αρκετά παιδιά μετά τον Λούντβιχ, αλλά μόνο δύο επιβίωσαν έως την ενηλικίωση, ο Καρλ, γεννημένος το 1774 και ο Νικολάους γεννημένος το 1776.

Ο μικρός Μπετόβεν εξελίχθηκε σε ένα σκουρομάλλικο αγόρι με κοντή ανασηκωμένη μύτη, παρουσιάζοντας ήδη την αυτοπροστατευτική εχθρικότητα των ύστερων χρόνων.

Παρακολούθησε το τοπικό σχολείο, αλλά αμέσως μετά το ντεμπούτο του το 1778, ξεκίνησε μαθήματα μουσικής με τον Γκίλες βαν ντεν Έντεν, τον γηραιό αυλικό οργανίστα. Πιο σημαντικό γεγονός ήταν εν τούτοις η άφιξη στη Βόννη του Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε, που ξεκίνησε ως διευθυντής του αυλικού θεάτρου το 1779. Έγινε κατόπιν αυλικός οργανίστας και διευθυντής της ορχήστρας, τον Φεβρουάριο του 1781.

Τα χρόνια της μαθητείας

Ο Νέεφε ανέλαβε τη διδασκαλία του Μπετόβεν και άσκησε τη σημαντικότερη επίδραση στην ανάπτυξή του. Ήταν ένας καλλιεργημένος κοσμοπολίτης που αλληλογραφούσε με πολλούς μεγάλους ποιητές. Θαύμαζε επίσης τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, που είχε πεθάνει το 1750 και του οποίου τα πολυσύνθετα έργα για πιάνο δεν ήταν ακόμη πολύ γνωστά.

Το 1781 ο Μπετόβεν επισκέφθηκε το Άμστερνταμ με τη μητέρα του, για να δώσει σειρά συναυλιών. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκαν τα πρώτα του έργα, οι Παραλλαγές Ντρέσλερ και μέχρι τον Ιούνιο του 1782, σε ηλικία μόλις 11 χρονών, έπαιζε τόσο καλά πιάνο ώστε να του εμπιστευτούν το αυλικό όργανο στη διάρκεια της απουσίας του Νέεφε.
Ο αγαπημένος παππούς του
Μπετόβεν, Λούντβιχ

Το 1784 ο νέος Εκλέκτωρ Μαξιμίλιαν Φραντς, διόρισε τον δεκατριάχρονο Μπετόβεν βοηθό αυλικό οργανίστα, με μισθό 150 φιορίνια. Με τον Μαξιμίλιαν, αδελφό του πανίσχυρου Αυστριακού Αυτοκράτορα Ιωσήφ ΙΙ, η πολιτιστική ζωή της Βόννης γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη άνθηση. Ο Μπετόβεν, που τα εργασιακά του καθήκοντα ήταν λίγα, έβρισκε χρόνο να συνθέτει και το 1785 έγραψε τρία κουαρτέτα για πιάνο. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου και διδάχθηκε από τον βιολονίστα Φραντς Ρις.

Η κοινωνική του ζωή άλλωστε βελτιώθηκε όταν έγινε φίλος με τα τέσσερα παιδιά της Φράου φον Μπρόινινγκ, χήρας ενός αυλικού. Ο Μπετόβεν ήταν μόνιμος επισκέπτης της οικογένειας στην πλατεία του Καθεδρικού Ναού, όπου αυτοσχεδίαζε στο πιάνο ή πήγαινε μεγάλες βόλτες το Ρήνο μαζί τους.

Ο Ισπανός

Η μελαχρινή όψη του έδωσε στον Μπετόβεν το παρατσούκλι "Ο Ισπανός". Ήταν επιρρεπής στη μελαγχολία και στις εκρήξεις οργής τις οποίες η οικογένεια αγνοούσε διακριτικά.
Στο σπίτι των Μπρόινινγκ λέγεται ότι ο Μπετόβεν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά, την Μπαμπέτ Κοχ, μια όμορφη φίλη της οικογένειας. Εκείνη όμως δεν ανταποκρίθηκε στα αισθήματα του συνθέτη θεωρώντας τον άσχημο και κοινωνικά κατώτερο.

Το όνειρο της Βιέννης

Το Μάρτιο του 1787, επισκέφθηκε το είδωλό του, το Μότσαρτ και πραγματοποίησε ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του. Συνάντησε το μεγάλο συνθέτη και έπαιξε για αυτόν. 
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη, αλλά το κάλεσμα
των πολιτιστικών κέντρων όπως η Βιέννη, ήταν ισχυρό
και τελικά εγκατέλειψε τη Βόννη το 1782.
"Κάποια μέρα ο κόσμος θα μιλάει γι΄αυτόν",
 ήταν η αντίδραση του Μότσαρτ. Αυτό το μαγικό διάλειμμα που προφανώς περιελάμβανε και κάποια μαθήματα από το Μότσαρτ, διακόπηκε με τον σκληρότερο τρόπο, όταν ο Μπετόβεν ειδοποιήθηκε ότι η μητέρα του ήταν βαριά άρρωστη και που τελικά πέθανε από φυματίωση στις 17 Ιουλίου του 1787, αφήνοντας στον Μπετόβεν βαθιά θλίψη και την εποπτεία των νεότερων αδελφών του.

Ο πατέρας του άρχισε να πίνει ακόμη περισσότερο. Μέσα σε ένα χρόνο πούλησε ό,τι πολύτιμο υπήρχε στην οικογένεια και κατέληξε σε μεγάλη φτώχεια. Το Νοέμβριο του 1789 ο Μπετόβεν ζήτησε το ήμισυ του μισθού του πατέρα του από τον Εκλέκτορα, για να βοηθήσει τα αδέρφια του. Η συμφωνία έγινε και ο Γιόχαν αποσύρθηκε από τον μουσικό κόσμο της Βόννης. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα.

Παρά τα οικογενειακά προβλήματα, ο Μπετόβεν ήταν πολύ δημιουργικός. Έπαιζε βιολί στην αυλική ορχήστρα και το 1790, συνέθεσε μια καντάτα για τον εορτασμό της διαδοχής στο θρόνο του νέου αυτοκράτορα, Λεοπόλδου ΙΙ. 

Το 1791 συνέθεσε το Ritterballet για τον Κόμη Βάλντσταϊν, ένα σημαντικό προστάτη και ταξίδεψε στο Ρήνο με την αυλική ορχήστρα στο Μέργκεντχαϊμ, όπου ο Εκλέκτορας προήδρευσε στις τελετές των Τευτονικών Ιπποτών, μιας οργάνωσης των Γερμανών σταυροφόρων που συστάθηκε το Μεσαίωνα.

Ένα χρόνο αργότερα ο Μπετόβεν συνάντησε τον Γιόζεφ Χάιντν όταν επέστρεφε από μια επίσκεψή του στο Λονδίνο. Ο Χάιντν, ο μεγαλύτερος ζω συνθέτης μετά το θάνατο του Μότσαρτ το 1791, είδε μερικές συνθέσεις του Μπετόβεν και εντυπωσιάστηκε τόσο βαθιά ώστε προέτρεψε τον νεαρό συνθέτη να έρθει στη Βιέννη.

Τελικά, το Νοέμβριο του 1792 με τη βοήθεια του προστάτη του Κόμη Βάλντσταϊν ξεκίνησε για τη μεγάλη πόλη, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του.


Σχόλια