Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Βέρντι - ένας χωρικός από την Πάρμα

Πορτρέτο του Βέρντι

Ο Τζουζέπε Βέρντι γεννήθηκε το 1813 στο Λε Ρονκόλε, ένα πολύ μικρό χωριό στη βόρεια Ιταλική επαρχία της Πάρμα. Οι γονείς του διατηρούσαν το μοναδικό μαγαζί του χωριού, αλλά ήταν φτωχοί κι αμόρφωτοι και δεν έμαθαν ποτέ να γράφουν ή να διαβάζουν. Ο γιος τους θα πρέπει να έδειξε το μουσικό του ταλέντο από νωρίς, γιατί οι γονείς του, του αγόρασαν ένα σπινέτο (μικρό τσέμπαλο) και στα 12 χρόνια του ήταν ήδη οργανίστας στην εκκλησία του χωριού.

Αγροικία στην ύπαιθρο
Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε 
ο Βέρντι, 
στο χωριό Λε Ρονκόλε.
Ευτυχώς για τον Βέρντι, ένας από τους προμηθευτές του πατέρα του, ο Αντόνιο Μπαρέτζι, ήταν πλούσιος έμπορος και φιλόμουσος. Ζούσε στη γειτονική κωμόπολη του Μπουσέτο όπου και ανέλαβε την εποπτεία της μουσικής εκπαίδευσης του Τζουζέπε.

Το αγόρι διέμενε εκεί ως οικότροφος και έμαθε να παίζει φλάουτο, μπάσο κλαρινέτο, κόρνο και πιάνο. Τις Κυριακές περπατούσε ξυπόλητο μέχρι το Λε Ρονκόλε για να ασκήσει τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού οργανίστα.

Στα δεκαοκτώ του ο Βέρντι έκανε αίτηση εγγραφής στο Ωδείο του Μιλάνου, αλλά απορρίφθηκε γιατί είχε υπερβεί την κανονική ηλικία εγγραφής. Παρόλα αυτά ο Μπαρέτζι έσπευσε προς βοήθεια κι ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του στο Μιλάνο. Μετά από αυτά ο Βέρντι επέστρεψε στο Μπουσέτο και μολονότι δεν ήταν ακόμη 23 χρονών, παντρεύτηκε την κόρη του προστάτη του, Μαργκερίτα.

Επιτυχία και τραγωδία

Ο Βέρντι γεύτηκε την πρώτη επιτυχία το 1839, όταν κατόρθωσε να πείσει το θέατρο La Scala, να ανεβάσει την πρώτη του όπερα, Oberto. Η επιτυχία ήταν άμεση και του ανέθεσαν να γράψει άλλες τρεις όπερες.
Πορτρέτο της Μαργκερίτα Μπαρέτζι.
Η πρώτη σύζυγος του Βέρντι, Μαργκερίτα Μπαρέτζι.
Ο Βέρντι 
την αγαπούσε υπερβολικά και ο θάνατός της
 σε νεαρή ηλικία, τον συνέτριψε.

Η μοίρα όμως χτύπησε τραγικά. Το 1838 τα δύο μικρά παιδιά του πέθαναν το ένα μετά το άλλο και το 1840, η αγαπημένη του νεαρή σύζυγος πέθανε ξαφνικά από κάποια μυστηριώδη ασθένεια. Ο Βέρντι ήταν συντετριμμένος και δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι η δεύτερη όπερά του, Un Giorno di Regno (Μια Μέρα Βασιλείας), δεν είχε επιτυχία.

Ευτυχώς, στη δυστυχία του βρήκε συμπαραστάτη το διευθυντή της La Scala που του ζήτησε να μελοποιήσει ένα λιμπρέτο που αναφερόταν στη βιβλική ιστορία της αιχμαλωσίας των Εβραίων από το Ναβουχοδονόσορα. Το αποτέλεσμα ήταν η όπερα Nabbuco, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1842 και έκανε το Βέρντι διάσημο σε μια νύχτα.

Στο κάτεργο

Μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο, ο Βέρντι έγινε διάσημος σε ολόκληρη την Ευρώπη και ξεκίνησε την επιχείρηση που ο ίδιος ονόμασε "η ζωή μου στο κάτεργο", δηλαδή να γράφει κατά παραγγελία προσφέροντας αυτό που ζητούσε το ακροατήριο. Στα χρόνια μεταξύ του 1842 και 1851 έγραψε 14 όπερες και μολονότι λίγες από αυτές ήταν πραγματικά αξιόλογες, ο ίδιος τουλάχιστον απέκτησε πλούτο και εδραίωσε τη φήμη του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 εμφανίστηκε μια σημαντική στροφή στη σταδιοδρομία του Βέρντι με τη σύνθεση των τριών από τις μεγαλύτερες όπερές του - το 1851 RigolettoTrovatore και Traviata το 1853.

Ήταν στην ίδια δεκαετία άλλωστε που ο Βέρντι άρχισε να ταυτίζεται με το κίνημα για την ένωση της Ιταλίας. Χρησιμοποιούσαν το όνομά του σαν πατριωτική πολεμική κραυγή και το "Viva Verdi" ("Ζήτω ο Βέρντι") χαράσσονταν στους τοίχους. Οι Αυστριακοί, που κυβερνούσαν τμήματα της Βόρειας Ιταλίας στην εποχή εκείνη, δε συνειδητοποίησαν ότι ο κόσμος δεν εκθείαζε απλώς το μεγάλο συνθέτη του, αλλά χρησιμοποιούσε τα γράμματα του ονόματός του ως αρχικά για το όνομα του ανθρώπου που ήθελε για βασιλιά του - Vittorio Emmanuele Re d' Italia (Βιτόριο Εμανουέλε Βασιλιά της Ιταλίας).

Εν τω μεταξύ η προσωπική ζωή του Βέρντι σταθεροποιήθηκε. Είχε γνωρίσει την τραγουδίστρια Τζουζεπίνα Στρεπόνι και ήδη το 1849 ζούσαν μαζί ως ζευγάρι. Τελικά παντρεύτηκαν το 1859.

Πορτρέτο της Τζουζεπίνα Στρεπόνι.
Η Τζουζεπίνα Στρεπόνι, η τραγουδίστρια  
τραγουδίστρια που χάρισε στον Βέρντι
την ευτυχία. Το ζεύγος παντρεύτηκε 
το 1859.

Ζήτημα επιλογής

Από το 1860 περίπου ο Βέρντι είχε πάψει να συνθέτει κατά παραγγελία. Οι επόμενες όπερές του, γράφτηκαν επειδή ο ίδιος ήθελε να τις γράψει. Στον Don Carlos λόγου χάρη, ήταν η πρόκληση της "μεγάλης όπερας" και τα θέματα του διάσημου έργου του Σίλερ που τον ενέπνευσαν.

Από το 1873 μέχρι το 1885, ο Βέρντι δε συνέθεσε καμιά όπερα. Έπειτα παραδόξως, σε ηλικία 72 χρονών, άρχισε να συνθέτει μία νέα όπερα, τον Otello, σε ένα λιμπρέτο βασισμένο στο έργο του Σαίξπηρ. Επρόκειτο για μια μουσική πανδαισία, ένα έργο απέραντα μελωδικό. Αλλά υπήρχε και συνέχεια. Ο Αρίγκο Μπόιτο, ο έξοχος ποιητής και λιμπρετίστας του Otello, εργαζόταν τώρα στις Εύθυμες Κυράδες του Ουίνσορ, του Σαίξπηρ. 'Ετσι σε ηλικία 80 χρονών, ο Βέρντι δημιούργησε το τελευταίο του αριστούργημα, τον Falstaff, μια κωμική όπερα μεγάλης λυρικής ομορφιάς.

Το 1897 η Τζουζεπίνα πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 82 χρονών. Ο Βέρντι κατόπιν έζησε στο Μιλάνο, όπου και πέθανε στις αρχές του 1901. Άφησε οδηγίες, η κηδεία του να είναι απλή χωρίς μουσικές και τραγούδια. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το πλήθος που συνωστιζόταν έξω από το νεκροταφείο του Μιλάνου, να αρχίσει ξαφνικά και αυθόρμητα - στην αρχή πολύ σιγά κι έπειτα δυνατότερα - να τραγουδά το συγκλονιστικό χορωδιακό από τον Nabucco.



Σχόλια