Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Ρίμσκι-Κόρσακοφ - Το Πέταγμα της Μέλισσας

Το σύντομο αυτό έργο του Ρίμσκι-Κόρσακοφ γράφτηκε αρχικά ως εμβόλιμο για την όπερα η Ιστορία του Τσάρου Σαλτάν. Η όπερα παρουσιάστηκε πρώτη φορά στη Μόσχα το 1900 με λιμπρέτο βασισμένο σε μια ιστορία του μεγάλου Ρώσου ποιητή Πούσκιν. Αυτό το εμβόλιμο συνοδεύει μια σκηνή που ο κύριος χαρακτήρας - ένας πρίγκιπας - μεταμορφώνεται σε αγριομέλισσα.

Η ασυνήθιστη φύση και οι καθαρές περιγραφικές ιδιότητες του έργου ενθάρρυναν κι άλλους μουσικούς να κάνουν δικές τους διασκευές, συνήθως για σόλο όργανο. Η δημοτικότητα αυτού του κομματιού βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη, σχεδόν ξεχασμένη, μουσική της όπερας.

Μια γρήγορη κατιούσα κλίμακα στο πιάνο αρχίζει αυτήν την τέλεια μινιατούρα - πορτρέτο (στη διασκευή για το πιάνο). Τα εναρκτήρια μέτρα του έργου δε χρησιμεύουν μόνο ως εισαγωγή, αλλά θέτουν και το σκηνικό - ακούμε τις προσπάθειες του πιάνου να μιμηθεί το βόμβο.

Από αυτό το σημείο το πιάνο ζωγραφίζει μια ζωηρή εικόνα του εντόμου που το πέταγμά του θυμίζει, όσο κανένα άλλο, τις μέρες του καλοκαιριού.



Στην ορχηστρική εκδοχή, καθώς το έργο εξελίσσεται, η μελωδία αναδύεται και βυθίζεται κι επιστρέφει στον εαυτό της, μεγαλώνει σε ένταση καθώς κινείται στα ανώτερα όρια του φάσματος των εγχόρδων. Τελικά, η μελωδία σκαρφαλώνει στην κλίμακα, προτού βυθιστεί σε μια απαλή καταληκτική πιτσικάτο συγχορδία.




Σχόλια