Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Έντβαρντ Γκριγκ - έρωτας για τη Νορβηγία


Ο Έντβαρντ Γκριγκ γεννήθηκε στο εμπορικό Νορβηγικό λιμάνι του Μπέργκεν, τον Ιούνιο του 1843. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος έμπορος και πρόξενος των Άγγλων στο Μπέργκεν και η μητέρα του ταλαντούχος ποιήτρια και μουσικός, η οποία έπαιζε συχνά στο νεαρό Γκριγκ μελωδίες των αγαπημένων της συνθετών, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και του Σοπέν.

Άρχισε να τον διδάσκει πιάνο όταν ήταν έξι χρονών, αλλά σύντομα αποδείχθηκε ότι εκείνος προτιμούσε να παίζει δικές του συνθέσεις, παρά έργα άλλων συνθετών. Η γόνιμη φαντασία του παρήγαγε θαυμάσιες, πρωτότυπες μελωδίες. Οι συνθέσεις του ήταν όμως άναρχες και δεν είχε διάθεση για μελέτη.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κανονική σχολή μουσικής στη Νορβηγία και οι ενδιαφερόμενοι στρέφονταν συνήθως στα αναγνωρισμένα Ευρωπαϊκά κέντρα. Τον Οκτώβριο του 1859 ο Γκριγκ, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, ξεκίνησε εντατικές μουσικές σπουδές στο Ωδείο της Λειψία στη Γερμανία που κράτησαν τρία χρόνια.
Ο Γκριγκ την εποχή που ήταν
σπουδαστής.
Το Ωδείο δεν άρεσε στον Γκριγκ. Ο δάσκαλός του τον υποχρέωνε να μελετά πληκτικές ασκήσεις και αποθάρρυνε κάθε απόπειρα πρωτοτυπίας. Τον θεωρούσαν δύσκολο μαθητή αλλά σύντομα βρέθηκε υπό την επιρροή άλλων δασκάλων που ήταν οι ίδιοι αναγνωρισμένοι μουσικοί. Ένας από αυτούς, ο Ε.Φ.Βέντσελ, τον ενέπνευσε ιδιαίτερα. Τώρα ο Γκριγκ μελετούσε τόσο σκληρά που κατέστρεψε την υγεία του. Έπαθε μια σοβαρή πλευρίτιδα και η προσβολή των πνευμόνων του από την αρρώστια, του άφησε μόνιμα αναπνευστικά προβλήματα.


Αρχή σταδιοδρομίας

Με την καθοδήγηση του Βέντσελ, ο Γκριγκ ωρίμασε ως μουσικός. Όταν εγκατέλειψε τη Λειψία το 1862, ο ενθουσιώδης δεκαεννιάχρονος επέστρεφε στην πατρίδα του, με την πεποίθηση ότι μπορούσε να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως επαγγελματίας συνθέτης.

Η πρώτη του εμφάνιση στο Μπέργκεν είχε μεγάλη επιτυχία αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι είχε ήδη ξεπεράσει το πολιτισμικό κίνητρο που μπορούσε να του προσφέρει η πόλη. Για άλλη μια φορά έστρεψε τις προσδοκίες του στο εξωτερικό, αυτή την φορά στην Κοπεγχάγη, την εντυπωσιακή πρωτεύουσα της Δανίας. Πήγε εκεί το 1863 προσδοκώντας να αφομοιώσει τις ποικίλες πολιτισμικές επιρροές της καλλιτεχνικής κοινότητας της πόλης, θεωρώντας ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να εμπνευστεί.
O Νορβηγός θεατρικός
συγγραφέας του έργου
φαντασίας Πέερ Γκιντ,
Χένρικ Ίψεν


Σύντομα κατάλαβε την πλάνη του: η τυχαία συνάντησή του με τον Δανό συνθέτη Γιόχαν Πέτερ Εμίλιους Χάρτμαν, ειδήμονα στους Νορβηγικούς θρύλους, ξύπνησε στο Γκριγκ τη δίψα για τη γνώση της δικής του πολιτισμικής κληρονομιάς.

Πολύ μεγαλύτερη όμως επίδραση άσκησε στο Γκριγκ ένας άλλος νεαρός Νορβηγός μουσικός, ο Ρίκαρντ Νόρντραακ, ο οποίος στα 22 του, ήταν ένα μόλις χρόνο μεγαλύτερος από τον Γκριγκ όταν συναντήθηκαν το 1864. Ο Νόρντραακ μετέδωσε τον ενθουσιασμό στον Γκριγκ, ο οποίος αποφάσισε αμέσως να αφιερώσει τη μουσική σταδιοδρομία του συνθέτοντας στο πνεύμα και την παράδοση της λαϊκής Νορβηγικής μουσικής και ιστορίας.

Ερωτευμένος

Μια από τις πρώτες πηγές έμπνευσης αποτέλεσε για τον Γκριγκ η ξαδέρφη του, η αναγνωρισμένη υψίφωνος Νίνα Χάγκερουπ, την οποία παντρεύτηκε το 1867. Τον ενθάρρυνε να συνθέσει τραγούδια κι εκείνος της αφιέρωσε μια από τις ομορφότερες μελωδίες του. Ο Γκριγκ έγραψε μουσική για το "Σ΄αγαπώ", σε στίχους του μεγάλου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους του.
Ο Γκριγκ με τη σύζυγό του
Νίνα Χάγκερουπ.

Ο Γκριγκ εξακολουθούσε να αισθάνεται την ανάγκη να ταξιδέψει περισσότερο στην Ευρώπη. Ο Νόρντραακ που εν τω μεταξύ είχε γίνει ο καλύτερός του φίλος, ήθελε ανέκαθεν να ταξιδέψει στην Ιταλία κι έτσι αποφάσισαν να επισκεφθούν μαζί τη Ρώμη το 1866. Αλλά ο Νόρντραακ έπαθε φυματίωση και ο Γκριγκ αναγκάστηκε να ταξιδέψει μόνος. Στη Ρώμη έμαθε με συντριβή το θάνατο του Νόρντραακ. 

Ο Γκριγκ γύρισε θλιμμένος στη Νορβηγία για να πραγματοποιήσει το όνειρο που μοιράστηκε με το Νόρντραακ στο σύντομο διάστημα της δίχρονης φιλίας τους. Αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Νορβηγική πρωτεύουσα, τη Χριστιανία (σημερινό Όσλο) αλλά συνάντησε δυσκολίες. Αγωνίστηκε να οργανώσει μια συναυλία αποκλειστικά με Νορβηγική μουσική, δική του και του Νόρντραακ, τον Οκτώβριο του 1866. 

Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που τον καθιέρωσε ως το νέο αίμα της Νορβηγικής μουσικής. Με την υποστήριξη της Νίνα, την οποία παντρεύτηκε το 1867, ο Γκριγκ προχώρησε με αυτοπεποίθηση στην ίδρυση της Νορβηγικής Μουσικής Ακαδημίας, τον ίδιο χρόνο.

Άρχισε να δέχεται προσκλήσεις από το εξωτερικό, για να διευθύνει και να παίξει έργα του, από ιδρύματα ή από συνθέτες όπως ο Φραντς Λιστ, που τον κάλεσε στη Βαϊμάρη, στη Γερμανία. Ο Γκριγκ τον συνάντησε στη Ρώμη το 1870 και ο θαυμασμός του μεγάλου πιανίστα για το έργο του Γκριγκ καθιέρωσε διεθνώς τη φήμη του νεαρού συνθέτη. Η ανάθεση από το Χένρικ Ίψεν το 1874 της σύνθεσης της σκηνικής μουσικής για το έργο του Πέερ Γκιντ, κατέληξε δύο χρόνια αργότερα στο δημοφιλέστερο έργο του Γκριγκ.

Το σπίτι στο Τρόλντχαουγκεν που έχτισε
ο Γκριγκ το 1885 δεν του παρείχε απλώς
απομόνωση, αλλά και την έμπνευση που
χρειαζόταν για το έργο του.
Παρόλο που ταξίδεψε πολύ, ο Γκριγκ ξαναγυρνούσε πάντα στη Νορβηγία. Το 1877 βρήκε το ιδανικό σκηνικό για την έμπνευσή του στο Λόφτχους, σε μια μικρή μοναχική αγροικία στην άκρη ενός λαμπερού φιόρδ, όπου δέσποζε ο όγκος ενός παγετού. Το 1885, θεωρώντας ότι ως μεσήλικας (ήταν 42 χρονών) έπρεπε να εγκατασταθεί κάπου, έχτισε το σπίτι του στην εξοχή του Τρόλντχαουγκεν, όπου συνέθεσε τα λυρικότερα έργα του.

Με τα χρόνια ο Γκριγκ είχε μάθει να ελέγχει την τέχνη του και η ζωή του κυλούσε πια κανονικά. Το χειμώνα ταξίδευε στο εξωτερικό, συνέθετε την άνοιξη και το καλοκαίρι, ενώ το φθινόπωρο προτιμούσε τους περιπάτους με τους φίλους του στην εξοχή. 

Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του ήρθε λίγο μετά τα 55α γενέθλιά του, όταν του ζήτησαν να διοργανώσει ένα φεστιβάλ νορβηγικής μουσικής, που θα γινόταν ταυτόχρονα με το φεστιβάλ τέχνης και βιοτεχνίας της γενέτειρας πόλης του, Μπέργκεν.

Επιδείνωση της υγείας του

Το πιάνο του Γκριγκ στο 
Τρόλντχαουγκεν.  
Η φήμη απέφερε στο Γκριγκ τιμές από πολλά ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης αλλά η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία μετά την αλλαγή του αιώνα. Το 1907 ήταν ήδη τόσο άρρωστος που δεν μπορούσε να αναλάβει καμία υποχρέωση. 

Αλλά ο Γκριγκ επέμεινε και δέχτηκε μια πρόσκληση στο περίφημο Φεστιβάλ Λιντς το ίδιο καλοκαίρι. Μια καρδιακή προσβολή δεν του επέτρεψε παρόλα αυτά να πάει. Πέθανε το Σεπτέμβριο σε ηλικία 64 χρονών.

Η φλογερή πίστη του Γκριγκ στην παράδοση μαζί με τον ιδιοφυή συνδυασμό της δημοτικής μουσικής της πατρίδας του με το ρομαντικό ύφος της εποχής του, έκαναν παγκόσμια γνωστές τις αγνές, σφριγηλές μελωδίες και τους ρυθμούς του λαϊκού νορβηγικού πολιτισμού.




Σχόλια