Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Τζορτζ Γκέρσουιν - μια ιδιοφυΐα της εποχής της τζαζ



Ο Μόρις Γκέρσοβιτς έφυγε από την Αγία Πετρούπολη για τη Νέα Υόρκη, το 1892. Αναζητούσε αφενός το "Αμερικανικό Όνειρο" αφετέρου μια νεαρή κοπέλα, τη Ρόουζ Μπράσκιν, η οικογένεια της οποίας είχε αναχωρήσει λίγον καιρό πριν από τον ίδιο.

Όπως πολλοί άλλοι Εβραίοι μετανάστες, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στη φτωχή περιοχή Λόουερ Ιστ Σάιντ. Ο πρώτος γιος τους, ο Ίσραελ (Άϊρα), γεννήθηκε το 1896 και δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε ο Τζέικομπ (Τζορτζ).

Εκείνη την εποχή, το όνομα Γκέρσοβιτς είχε ήδη εξαμερικανιστεί σε Γκέρσουιν. Οι ελπίδες της οικογένειας εστιάζονταν στον Άϊρα, έναν εξαιρετικά ευφυή μαθητή - ο Τζορτζ προτιμούσε να τριγυρνάει με τα πατίνια του στους δρόμους. Η Ρόουζ Γκέρσουιν αγόρασε ένα πιάνο για τον Άϊρα το 1910, αλλά ήταν ο Τζορτζ που παθιάστηκε με το όργανο.

Ο Τζορτζ Γκέρσουιν άρχισε μαθήματα πιάνου, αλλά οι δάσκαλοί του αποδείχθηκαν ανεπαρκείς - μέχρι που τον ανέλαβε ο χαρισματικός Τσαρλς Χάμπιτσερ γύρω στο 1912. Ο Χάμπιστερ γνώρισε στον ταλαντούχο μαθητή του τη μουσική των Σοπέν, Λιστ και Ντεμπισί και ο Τζορτζ άρχισε να ελπίζει ότι μια μέρα θα γινόταν πιανίστας κοντσέρτων. Οι ελπίδες αυτές ανατράπηκαν προσωρινά, όταν ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει σε μια σχολή λογιστών.

Τιν Παν Άλι

Ο Τζορτζ δεν έβρισκε ενδιαφέρον στη λογιστική και το 1914, έπεισε τη μητέρα του να του επιτρέψει να σταματήσει. Βρίσκει μια θέση "παρουσιαστή τραγουδιών", παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, στο Τιν Παν Άλι, μια περιοχή της Νέας Υόρκης γεμάτη από εκδότες "ποπ" μουσικής.
Η Ρόουζ Γκέρσουιν, η
μητέρα του Τζορτζ, με
την οικογένειά της, στο
Πρόσπεκτ Παρκ το 1901.

Η δουλειά του Τζορτζ ήταν να παίζει καινούρια τραγούδια για πιθανούς αγοραστές. Κέρδιζε 15 δολάρια την εβδομάδα, μια αρκετά καλή αμοιβή για έναν 15χρονο και ήταν η πρώτη φορά που γνώριζε από κοντά τη λαϊκή μουσική. Ο Τζορτζ θεωρούσε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν κακογραμμένη κι ότι ο ίδιος μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα. Γύρω στο 1917, νεαρός ακόμη, είχε ήδη δημοσιεύσει αρκετά τραγούδια. Οι εργοδότες του, Ρέμικ και Σία, αποφάσισαν επίσης ότι ο Τζορτζ είχε ελπίδες και του δημοσίευσαν ένα ραγκτάιμ για πιάνο με το όνομα Rialto Ripples.

Αλλά ο Τζορτζ είχε στρέψει το βλέμμα του στο θέατρο. Το 1917 έφυγε από τους Ρέμικ και βρήκε μια θέση πιανίστα σε θεατρικές παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ, τη θεατρική περιοχή της Νέας Υόρκης. Μολονότι τα περισσότερα έργα ήταν αποτυχίες, το ψηλό μελαχρινό εβραιόπουλο τράβηξε σύντομα την προσοχή σημαντικών θεατρικών παραγωγών.

Ο Γκέρσουιν καθιερώθηκε ως συνθέτης τραγουδιών το 1920, όταν ο τραγουδιστής Αλ Τζόλσον ηχογράφησε το Swanee, ένα τραγούδι που είχε γράψει ένα χρόνο πριν. Το τραγούδι πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα, απέφερε στον Γκέρσουιν μια περιουσία και ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία της σταδιοδρομίας του. Ήταν μόλις 22 χρονών.

Επιτυχία σε μεγάλη κλίμακα

Η επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση της μουσικής για το George White's Scandals

 - μια φαντασμαγορική επιθεώρηση που συναγωνίστηκε το θρυλικό Ziegfeld Follies. Ο Γκέρσουιν συνέχισε να συνθέτει για ξένες παραγωγές και το 1923 ανέβασε το δικό του έργο, The Rainbow, στην Αγγλία. Δεν είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά έγινε το θέμα της λονδρέζικης κοινωνίας.

Ο Γκέρσουιν εξαιρετικά κολακευμένος επιδόθηκε στην Αγγλία, όπως άλλωστε και στην Αμερική, στην αναζήτηση και κατάκτηση των γοητευτικών γυναικών. Είχε ασφαλώς και τη σοβαρή πλευρά του. Ήταν μανιωδώς συλλέκτης μοντέρνας τέχνης - Πικάσο και ο Σαγκάλ ήταν οι αγαπημένοι του. Ζωγράφιζε μάλιστα και ο ίδιος, περνώντας πολύ από τον ελεύθερο χρόνο του μπροστά στο καβαλέτο.
Το εξώφυλλο από το τραγούδι
When You Want' Em You Can't Get 'Em.
 Ήταν το πρώτο τραγούδι του Γκέρσουιν
που εκδόθηκε (1916).

Ο Γκέρσουιν θεωρούσε τον εαυτό του συνθέτη σοβαρής μουσικής, αλλά ήθελε να της προσδώσει την ενέργεια της Αμερικανικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα. Το αριστούργημά του Θλιμμένη Ραψωδία σε Φα Μείζονα, εκδόθηκε το 1924 και διασφάλισε την υπόστασή του ως συνθέτη.

Η μια επιτυχία ακολούθησε την άλλη, με κορύφωμα το έργο Lady, Be Good!, με τον Φρεντ Αστέρ, που έγραψε με τον αδελφό του Άϊρα. Το 1925 πρωτοπαρουσιάστηκε το Κοντσέρτο για Πιάνο σε Φα Μείζονα, το οποίο ο Γκέρσουιν παρουσίασε σε περιοδεία σε ολόκληρη την Ευρώπη το 1828. Οι μεγαλουπόλεις της Ευρώπης υπέκυψαν στη γοητεία του.

Ο Γκέρσουιν δεν παντρεύτηκε ποτέ. Παρόλο που είχε πολλές στενές φιλίες, δεν έτυχε να δημιουργήσει σοβαρές σχέσεις. Όντας η ζωή και η ψυχή των συναναστροφών κάλυπτε τις εσωτερικές ανασφάλειές του, διατηρώντας τις ερωτικές του σχέσεις σε ένα επιφανειακό επίπεδο.

Ζήτω το Χόλιγουντ

Την εποχή της Οικονομικής Κρίσης, όταν οι περισσότεροι Αμερικανοί συνωστίζονταν στις ουρές των απόρων, η ζωή του Γκέρσουιν ήταν χρυσή. Είχε χρήματα, επιτυχία, κολακεία - αλλά αισθάνθηκε ότι είχε περισσότερα να δώσει. Στράφηκε στην κινηματογραφική πρωτεύουσα της Αμερικής, το Χόλιγουντ. Το 1930, έγραψε μαζί με τον αδελφό του Άϊρα, την πρώτη από ένα πλήθος μουσικών συνθέσεων για τον κινηματογράφο, για την οποία το συμβόλαιο όριζε την απίθανη αμοιβή των 100.000 δολαρίων.

Ο Γκέρσουιν γνώρισε πολλά διάσημα αστέρια
όταν δούλευε στο Χόλυγουντ, όπως ήταν η
Τζίντζερ Ρότζερς.
Ο Γκέρσουιν περνούσε τώρα τον ελεύθερο χρόνο του σε φανταχτερές συγκεντρώσεις, παίζοντας γκολφ με τις διασημότητες και ερωτοτροπώντας με τις στάρλετ. Διατηρούσε την επαφή του και με το Μπρόντγουεϊ συνθέτοντας μουσική για διάφορα έργα. Το Of Thee I sing το 1931, έγινε το πρώτο μουσικό έργο που κέρδισε ποτέ το περίφημο βραβείο Πούλιτζερ για το θέατρο.

Μια σειρά αποτυχιών το 1933 οδήγησε τον Γκέρσουιν στην πολυθρόνα της ψυχανάλυσης. Την ίδια εποχή άρχισε να συνειδητοποιεί τη μεγαλύτερη φιλοδοξία του - να συνθέσει μια όπερα. Είχε διαβάσει ένα βιβλίο για την Καρδιά του Αμερικανικού Νότου, που ονομαζόταν Πόργκι και σκέφτηκε ότι αποτελούσε το τέλειο όχημα για να εντάξει τις ρίζες της τζαζ στην κλασική μουσική. Η όπερα Πόργκι και Μπες ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 1935 και πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βοστώνη τον ίδιο μήνα. Έγινε δεκτή με ενθουσιασμό.

Όλα άλλαξαν όταν η όπερα μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη. Οι κριτικές δεν ήταν ευνοϊκές - το πλούσιο κοινό της όπερας δυσκολεύτηκε να δεχτεί τη μαύρη μουσική. Αηδιασμένος από αυτό που θεωρούσε ως ανόητη προκατάληψη, ο Γκέρσουιν επέστρεψε στο Χόλιγουντ με τον Άϊρα. Έγραψαν μαζί τη μουσική για αρκετές ταινίες του Φρεντ Αστέρ, με τεράστια πάλι επιτυχία.

Ο Γκέρσουιν συνεργαζόταν συχνά
με τον αδερφό του Άϊρα, που έγραφε
τους στίχους των τραγουδιών, ενώ ο 
Τζόρτζ συνέθετε τη μουσική.

Ένα τραγικό τέλος

Ο Γκέρσουιν την περίοδο της διαμονής του στο Χόλιγουντ δημιούργησε τις βαθύτερες αισθηματικές σχέσεις του, πρώτα με τη Γαλλίδα ηθοποιό Σιμόν Σιμόν κι έπειτα με τη σύζυγο του Τσάρλι Τσάπλιν, την Πολέτ Γκοντάρ. Εκείνη όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον θρύλο της κωμωδίας για χάρη του.

Ο Γκέρσουιν στα 38 του μόλις χρόνια, διατηρούσε ακατανίκητο το μαγικό άγγιγμα του Μίδα.

Τότε, τον Ιούνιο του 1937 άρχισε να υποφέρει από ιλίγγους. Οι γιατροί τους απέδωσαν στο άγχος και την υπερκόπωση και του συνέστησαν ανάπαυση. Αλλά ο Γκέρσουιν αδυνάτιζε και στις 9 Ιουλίου έπεσε σε κώμα. Μια παρακέντηση στη σπονδυλική στήλη αποκάλυψε προχωρημένο όγκο στον εγκέφαλο. Χειρουργήθηκε αμέσως, στις 11 Ιουλίου, αλλά πέθανε χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του.

Ο κόσμος είχε χάσει έναν συνθέτη που το απαράμιλλο ύφος του έγινε αμέσως δημοφιλές. Σήμερα, το έργο του εξακολουθεί να εμπνέει τον ίδιο σεβασμό και να χαρίζει απόλαυση στους ακροατές του, σε ολόκληρο τον κόσμο.




Σχόλια