Σοπέν - Βαλς, έργο 69 και έργο 18

Η στάση του Σοπέν απέναντι στο Βαλς εμφανίζεται αμφίσημη. Έγραψε δεκαοκτώ Βαλς, αλλά δημοσίευσε μόνο οκτώ και παρήγγειλε να καούν τα υπόλοιπα (το Βαλς αρ.9 εντούτοις, διασώθηκε). Βαλς αρ.9 σε Λα ύφεση Μείζονα, Έργο 69, αρ.1 Ο Ρόμπερτ Σούμαν το περιέγραψε ως "ένα κομμάτι σαλονιού από τα πιο ευγενικά....απόλυτα αριστοκρατικό". Βαλς σε Σι ελάσσονα, Έργο 69, αρ.2 Η χαριτωμένη εισαγωγή του Βαλς σε Σι ελάσσονα ίσως διαθέτει μια ευδιάκριτη θλίψη - όμως δεν είναι σε καμιά περίπτωση μελαγχολική. Η γρήγορα μετακινούμενη μελωδική γραμμή είναι και λαμπρή και αισιόδοξη. Αργότερα, η εισαγωγική μελωδία μεταφέρεται στη μείζονα τονικότητα, σύντομα όμως επανέρχεται η ελάσσονα τονικότητα και μαζί η προηγούμενη διάθεση. Βαλς Αρ.1 σε Μι ύφεση Μείζονα, Έργο 18 Ο Σοπέν συνέθεσε το σπινθηροβόλο Βαλς αρ.1 σε Μι ύφεση μείζονα Έργο 18 (Grande Valse Brilliante) στη Βιέννη το 1831, ενώ στα γράμματά του υπαινίσσεται την απέχθειά του για αυτό το ύφος. Το βαλς αυτό αντιπαραθέτει και συνδυάζει ένα σύνολ

Το Μαντολίνο


Το σύγχρονο μαντολίνο εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα. Μετεξελίχθηκε από ένα παλιότερο όργανο, γνωστό ως μάντολα, προερχόμενο από τη μεσαιωνική Ιταλία. Και τα δύο όργανα διαθέτουν σώματα που θυμίζουν λαούτο.

Στην Ιταλία του 18ου αιώνα δεν υπήρχε βασική μορφή μαντολίνου. Κάθε ιταλική πόλη παρουσίαζε τη δική της εκδοχή, που συχνά ποίκιλλε ως προς τις χορδές και το σχεδιασμό. Παρόλα αυτά η ναπολιτάνικη μορφή μαντολίνου είναι η μορφή που επέζησε ως τις μέρες μας.

Το σώμα του μαντολίνου είναι έντονα κοίλο κι αποτελείται από ξεχωριστές λωρίδες ξύλου (τα λεγόμενα πλευρά) κολλημένες μεταξύ τους. Σε αυτό το σημαντικό σκέλος του σχεδιασμού μοιάζει με λαούτο. Ο μεγάλος κενός χώρος στο εσωτερικό του οργάνου συμβάλλει στην απόδοση αυτού του εξαιρετικά δυνατού ήχου.

Στο σύγχρονο μαντολίνο χρησιμοποιούνται μεταλλικές χορδές, που κουρδίζονται όπως και εκείνες του βιολιού. Διαθέτει τάστα όπως η κιθάρα και παίζεται με καρδιόσχημη πένα. Όπως τα περισσότερα έγχορδα, διαθέτει ένα προστατευτικό πλακίδιο προσαρμοσμένο στο σώμα του οργάνου κάτω από το σημείο που παίζονται οι χορδές. Συχνά και αυτό διακοσμείται ιδιαίτερα. Οι χορδές τεντώνονται από το χαμηλότερο άκρο του οργάνου έως το ανώτερο ορθογώνιο σημείο, όπου βρίσκονται τα κλειδιά, περνώντας πάνω από μια χαμηλή γέφυρα.

Το 1770 εκδόθηκε στη Γαλλία ένα βιβλίο διδασκαλίας μαντολίνου. Ακολούθως το όργανο χρησιμοποιήθηκε στην όπερα από τον Αρν και τον Μότσαρτ, δίνοντας την εντύπωση - τουλάχιστον για κάποιο διάστημα - ότι θα επιλεχθεί κι από άλλους μεγάλους συνθέτες. Η δημοτικότητά του εξασθένισε, παρόλο που ο Μπετόβεν συνέθεσε έργα γι΄αυτό και ο Μάλερ το χρησιμοποίησε επίσης. Σήμερα το μαντολίνο παραμένει κυρίως ένα ιταλικό λαϊκό όργανο, που σχετίζεται περισσότερο με τη μουσική των πλανόδιων ερμηνευτών, παρά με τη "σοβαρή" μουσική.

Πώς λειτουργεί το μαντολίνο

Οι χορδές του μαντολίνου διατάσσονται σε τέσσερα ζεύγη και κάθε ζεύγος κουρδίζεται στον ίδιο τόνο. Σε αντίθεση με τα έγχορδα όπου χρησιμοποιείται δοξάρι, ο ήχος που προέρχεται από το χτύπημα των χορδών εξασθενεί από τη στιγμή της ενεργοποίησης της χορδής. Ο ερμηνευτής του μαντολίνου αντιπαρέρχεται αυτόν τον περιορισμό υιοθετώντας έναν tremolo τρόπο παιξίματος. Μετακινώντας την πένα με ταχύτητα πάνω και κάτω, κόντρα στις δύο χορδές, δημιουργεί την αίσθηση του παρατεταμένου ήχου.


Σχόλια